11/28/2009

Η Πρέζα στου Ψυρρή

Ο ΤΡΙΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

Ανθρώπινη χωματερή πίσω από την Ομόνοια

Το «ιστορικό κέντρο» της πρέζας, της πορνείας, της ανεργίας και της ανέχειας

ΑΧ. ΧΕΚΙΜΟΓΛΟΥ |


ΤΟ ΑΤΤΙΚΟ φως αντανακλάται εκτυφλωτικά πάνω στις πλάκες της ανακαινισμένης πλατείας στο Μοναστηράκι. Στο κέντρο της, ένας βαλκάνιος πλανόδιος μουσικός παίζει τη «Λίμνη των κύκνων», χαϊδεύοντας τα στόμια των γεμισμένων με νερό ποτηριών που έχει αραδιάσει επάνω σε μια σκούρα θήκη. Ο μικρός ενισχυτής που έχει συνδέσει, αρκεί για να φθάσει η μουσική στη μέσα πλευρά της οδού Ερμού. Εκεί, στη γωνία, τρεις νεαροί αστυνομικοί ελέγχουν τα έγγραφα ενός σακατεμένου
άνδρα, απροσδιόριστης καταγωγής. Το μόνο σίγουρο είναι ότι προ ολίγου είχε πάρει ηρωίνη και ότι την αγόρασε από την πιάτσα της χωματερής ανθρώπων που αφέθηκε να δημιουργηθεί από ένα αδιάφορο κράτος μέσα στο κέντρο του κέντρου της Αθήνας. Μετά τα νεομποέμ καταστήματα ντιζάιν και τα θορυβώδη μπαράκια του Ψυρρή, μέσα στον ορυμαγδό των θορύβων από τα φορτηγά και τη μυρωδιά του κάρυ και του κύμινου, πίσω και πέρα από την πλατεία Θεάτρου κείται μια μικρή πολυεθνική Βαβέλ απελπισμένων, «αμαρτωλών», διαβόλων και αγγέλων.

Είναι η τριτοκοσμική πλευρά μιας Αθήνας που έχει χάσει την αθωότητά της προ πολλού. Είναι η Αθήνα της πρέζας, της πορνείας, της ανεργίας και της ανέχειας. Γύρω από το μεσοπολεμικό κτίριο της ιστορικής Διπλαρείου Σχολής- που σε μια πολιτισμένη πόλη θα φιλοξενούσε και ένα λαμπρό μουσείο βιομηχανικού σχεδιασμού- εκτείνεται το κολαστήριο της πρωτεύουσας. « Αυτή η γειτονιά πια είναι ένα καρκίνωμα που κάνει μετάσταση σε όλο το κέντρο και παρασύρει την πόλη σε βέβαιο θάνατο », μας λέει ένας υπάλληλος ξενοδοχείου της περιοχής. « Τα πράγματα είναι δύσκολα και για εμάς.Ολα και όλοι έχουν θεριέψει » ομολογεί ένας πακιστανός ψιλικατζής. Φοβάται και δεν θέλει να πει περισσότερα, όπως όλοι όσοι δεν έχουν χαρτιά.

Τσακισμένα κορμιά

Εμπόριο ναρκωτικών εν μέση οδώ
Τσακισμένα κορμιά, σε ομάδες των δύο και των τριών, χτυπάνε ενέσεις το ένα στο άλλο. Κάποιοι το κάνουν άγαρμπα και το πεζοδρόμιο γεμίζει αίματα. Αλλοι περπατούν με χίλια ζόρια και ψάχνουν στα σκουπίδια για να φάνε. Στην είσοδο της στοάς μπαινοβγαίνουν άνδρες καλοντυμένοι με σπορ αμφίεση και «καθαροί». Μοιράζουν «τσίκια» και φεύγουν, ενώ ύστερα από λίγο εμφανίζονται αστυνομικοί. Το «πάρτι» σταματάει προσωρινά για να ξαναρχίσει δριμύτερο. Ο φαύλος κύκλος δεν ολοκληρώνεται ποτέ και το παιχνίδι «πρέζα και αστυνόμοι» παίζεται όλη την ημέρα. Συνήθως την πληρώνουν με σύλληψη οι ναρκομανείς, που ειδικά αν έχουν πιει τη « ζουζού », μπορεί και να μην καταλαβαίνουν τι συμβαίνει.

Οι έμποροι παραδέχονται ότι τους τελευταίους μήνες η αστυνόμευση έχει αυξηθεί. « Και πάλι,όμως,δεν αλλάζει τίποτε.Είμαστε καταδικασμένοι » λέει με θυμό ένας ξενοδόχος. « Σε λίγο καιρό θα το κλείσω και θα φύγω.Αν διαβάσετε τι γράφουν οι ξένοι τουρίστες στο Διαδίκτυοόταν φεύγουν από την Αθήνα,θα ντραπείτε που είστε Ελληνες » επιμένει. Λίγο πιο πίσω, σε ένα μπακάλικο «εποχής», από αυτά που διατήρησαν χρώμα και χαρακτήρα αναλλοίωτο στον χρόνο, ο ιδιοκτήτης μιλάει και βρίζει: « Τους βλέπω τέσσερις- τέσσερις να φυλάνε καρτέρι.Κλέβουν και τα πρεζάκια,αλλά οι ξένοι κλέβουν παραπάνω. Τους Κινέζους,που είναι ήσυχοι,τους έχουνε τσακίσει.Είμαστε όλοι μέχρις εδώ! ». Παρόμοιες ιστορίες αφηγούνται και άλλοι επιχειρηματίες της περιοχής. Μέσα σε αυτή την « ωραία ατμόσφαιρα » Ελληνες και ξένοι προσπαθούν να επιβιώσουν και να βγάλουν τα προς το ζην.

« Είμαι 26 χρόνια εδώ,όμως μεγαλώνω παιδιά και πιάνεται η ψυχή μουόποτε βλέπω τους νέους με τις σύριγγες. Με έχουν μάθει και συχνά με φωνάζουν “θεία”,ενώ μια κοπέλα με αποκαλεί “μάνα” » σημειώνει μια ευγενέσταση ιδιοκτήτρια φούρνου. Οι λιγοστοί κάτοικοι και οι εναπομείναντες επιχειρηματίες διηγούνται πρωτοφανή στιγμιότυπα της νέας τοπικής ιστορίας που βρίσκεται υπό δημιουργία.

« Τις προάλλες έβλεπα έναν πατέραο οποίος είχε φέρει εδώ το παιδί του για να δει από κοντά τα πρεζάκια και να μάθει τι είναι η πρέζα » διηγείται ένας δάσκαλος της περιοχής. Σε αυτή την κακή ταινία, που μοιάζει με ζωντανό εφιάλτη, λίγοι έξω από την περιοχή αντιλαμβάνονται το μέγεθος του προβλήματος. « Δεν θα το ξεχάσω ποτέόταν είδα έναν μικρό παιδί να χτυπά ένεση στο κεφάλι του.Ημαρτον! » λέει με τρόμο άλλος επαγγελματίας. Εθνοτικές διενέξεις
Ενεση απελπισίας στον λαιμό
Πίσω από την πλατεία, δίπλα σε κάδους από όπου ξεχειλίζουν τα σκουπίδια, μια λαϊκή αγορά που παραπέμπει περισσότερο σε κωμόπολη της Ανατολής και λιγότερα στα κλασικά παζάρια της Αθήνας, ένα πολυεθνικό μπούγιο, αυστηρά ανδρικό, διαπραγματεύεται σκληρά τις τιμές στις ντομάτες και στα παντζάρια.

Σε ακτίνα δεκάδων μέτρων κτίρια- ερείπια φιλοξενούν εμιγκρέδες από κάθε γωνιά του πλανήτη. Ο Τρίτος Κόσμος έχει ανοίξει μια άτυπη πρεσβεία μέσα στην καρδιά των Αθηνών, με ένα δειγματολόγιο από όλες τις φυλές του Ισραήλ. Λίγοι αντιλαμβάνονται γιατί στην «εύφορη» πλευρά του Ψυρρή, τα εγκαταλειμμένα κτίρια είναι ερμητικά κλειστά. « Είναι ο μόνος τρόπος για να μην τα καταλάβουνοι ξένοι » θα μας πει μια παλαίμαχη σερβιτόρα της περιοχής.

Αν οι δρόμοι του αθηναϊκού κέντρου μεταφέρονταν στη γεωπολιτική σκακιέρα, η οδός Αγίου Κωνσταντίνου θα έπαιζε τον ρόλο της χερσονήσου του Σινά, δηλαδή το σύνορο Ασίας- Αφρικής. Πίσω από την Πειραιώς, προς του Ψυρρή, διαμένουν οι Ασιάτες- Πακιστανοί, Αφγανοί, Μπαγκλαντεσιανοί οι περισσότεροι. Πέρα από την Αγίου Κωνσταντίνου ζει ένα μωσαϊκό Σομαλών, Ερυθραίων, Νιγηριανών και Σουδανών- με τους τελευταίους να έχουν μεταφέρει στην Ελλάδα και τις εθνοτικές τους διενέξεις. Στη γκρίζα ζώνη του μεγάλου δρόμου για τον Πειραιά τα πρεζάκια στην Ομόνοια διατηρούν την «ελληνικότητα» της περιοχής, ενώ στον ρόλο κυανόκρανου λιγοστοί Ρώσοι και Γεωργιανοί, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου.

Στην επέκταση της Μενάνδρου, πέρα από την Πειραιώς, το πληθυσμικό μείγμα αλλάζει. Οι φάτσες σκουραίνουν, οι γυναίκες κάνουν την αναπάντεχη εμφάνισή τους, ενώ τα παιδικά κλάματα ακούγονται νοερά μέσα στη βοή μιας αλλόκοτη πόλης. Στο εσωτερικό κτιρίων μονολιθικής αισθητικής, χτισμένων όπως όπως στην περίοδο της ανοικοδόμησης, με σκόνη να συσσωρεύεται πάνω τους για δεκαετίες, εκατοντάδες άνθρωποι στοιβάζονται σε μικρά, ανήλιαγα δωμάτια.

Το Εθνικό Θέατρο
Ανάμεσα σε παλιά πορνεία, «ροζ» δωμάτια και ξενοδοχεία και ξενώνες για τους απελπισμένους του Τρίτου Κόσμου, στέκει ανακαινισμένο το Εθνικό Θέατρο. Ακροβολισμένοι τσιλιαδόροι σε κάθε γωνιά βλέπουν ποιος περνάει και τι κουβαλάει. Ενας άλλος κώδικας, μη κατανοητός από τους ντό πιους, εφαρμόζεται εδώ. Αλλα βλέμματα, άλλες συνήθειες και συχνά άλλες επιδιώξεις. Λίγο πιο πάνω, στο χειμαζόμενο Παλιό Εφετείο, κρέμονται στρώματα και κουβέρτες από τα παράθυρα. « Ενας θεός ξέρει τι γίνεται εκεί μέσα » λέει μια καθαρίστρια που μόλις τελείωσε το μεροκάματο. Αλλοι καταστηματάρχες αρνούνται να μιλήσουν, όχι από φόβο αλλά από αγανάκτηση. « Είμαι 62 χρονών.Ξέρετε τι έχω τραβήξει εδώ;Πού ήσασταν τόσα χρόνια; » αναρωτιέται με οργή μια έμπορος της γειτονιάς. Απέναντι ακούγονται ακαταλαβίστικες βρισιές. « Η συνήθης ώρα της μάχης » λένε οι άνθρωποι της περιοχής. Αφρικανές με όμορφες, λινές μαντίλες παίρνουν τα μωρά και φεύγουν τρέχοντας. Μέσα, στον διάδρομο της πολυκατοικίας-«κολαστηρίου», οι άνδρες ανταλλάσσουν μπουνιές. Εκεί μένουν εκατοντάδες άνθρωποι όπως όπως, με ανύπαρκτη υγιεινή και υπό άθλιες συνθήκες.

Στη μέση της Μενάνδρου ο δήμος έχει σπάσει την άσφαλτο για να επιδιορθώσει το δίκτυο της αποχέτευσης. « Εδώ είναι η πολυκατοικία που ψάχνεις » λένε οι εργάτες. Σε ένα κτίριο του 1950, σκοτεινό, βγαλμένο από ταινία του Φριτς Λανγκ, με σπασμένα θυροτηλέφωνα, αναρίθμητοι παρίες της παγκοσμιοποίησης ζούσαν για μήνες χωρίς αποχέτευση. Ολα έπεφταν στον ακάλυπτο και η οσμή είναι απαίσια. Η είσοδος στην πολυκατοικία δεν είναι καθόλου καλή ιδέα, αφού δεκάδες βλέμματα κοιτούν απειλητικά. Στην ψυχή της πόλης, η ελληνική δημοκρατία αποδήμησε προ πολλού και μια πολυπλόκαμη ανθρωπιστική κρίση, με πρόσφυγες, ανέργους, λαθρομετανάστες, κακοποιούς, ντίλερ και θύματα του τράφικινγκ, «τρέχει» μόνη της και ιλιγγιωδώς. Οσο ο ήλιος πέφτει, κοπέλες από τη Νιγηρία, ντυμένες «ελαφρά», ετοιμάζονται να λάβουν τις γνωστές θέσεις στην οδό Ευριπίδου.

Το βλέμμα της πείνας
Μοιρασιά στην πόρτα του ΟΚΑΝΑ
Πίσω στο Δημαρχείο της πλατείας Κοτζιά, το άγαλμα του Περικλή ατενίζει τον Λυκαβηττό. Απέναντί του, πίσω από τους κάδους, ένα πρεζάκι κοιμάται καθιστό, πάνω σε χαρτόνια και πλαστικές σακούλες. Στο χέρι του κρατάει ακόμη ένα μισοφαγωμένο κρουασάν. Ενα άπλυτο, κοκαλιάρικο πιτσιρίκι από την Ασία πάει να του το αρπάξει. Το βλέμμα του παιδιού ανακλάται πάνω στα φυμέ τζάμια των σκούρων, υπηρεσιακών πολυτελών αυτοκινήτων. Είναι αυτό της πείνας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: