12/06/2009

Ο Τσαρούχης όπως τον γνώρισα
Η Μαρία Καραβία ανασυνθέτει τις συναντήσεις της με τον ζωγράφο, στο υπό έκδοσιν βιβλίο της «Ο στοχαστής του Μαρουσιού»

Τον περίμενα στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου, στο κτίριο του ΟΤΕ, όπου στεγαζόταν η Πειραματική Τηλεόραση του ΕΙΡ. Σίγουρη «επιτυχία» για κάθε δημοσιογράφο μία συνέντευξη με τον Τσαρούχη, ήταν όμως τότε κάτι πολύ δύσκολο, αντίθετα απ’ ό, τι συνέβαινε τα τελευταία χρόνια που μιλούσε σε οποιονδήποτε ακόμα και με τη σπασμένη πια, μόλις ακουόμενη, φωνή του. Η ώρα περνούσε και δεν φαινόταν. Στο Μαρούσι δεν είχε τηλέφωνο. Ευτυχώς, κάποιος απάντησε στο «σπίτι πόλεως», το διαμέρισμά του στο Κολωνάκι: Ο κ. Τσαρούχης είχε γυρίσει κατάκοπος και βρισκόταν τώρα στο μπάνιο. Φώναξα. Ικέτευσα. Ηρθε στο τηλέφωνο. «Είμαι ένα πτώμα!..». Η τύχη της εκπομπής πέντε λεπτά πριν από την έναρξη ήταν άγνωστη. Αλλά πάνω στην ώρα άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο στούντιο καλοντυμένος και φρεσκοξυρισμένος.

Είχε λάβει μέρος σε μία έκθεση αφιερωμένη στην προσωπογραφία εκείνο τον καιρό, στην Γκαλερί Κλωντ Μπερνάρ, στο Παρίσι. Γι’ αυτό και η τηλεοπτική συζήτηση είχε ως θέμα το πορτραίτο. Ο, τι διασώθηκε απ’ αυτή την πρώτη εμφάνισή του στη «μικρή οθόνη» είναι μια φωτογραφία και ένα σύντομο σχόλιο δημοσιευμένο σε αθηναϊκή εφημερίδα.

Κοιτάζω την ημερομηνία. 20 Απριλίου 1967. Από την επομένη, οι μεταδόσεις γίνονταν παρουσία ενόπλων φρουρών, ενώ ένας συνταγματάρχης - λογοκριτής, καθισμένος δίπλα στο ρυθμιστή του ήχου, παρακολουθούσε τις ζωντανές εκπομπές έτοιμος να επέμβει ανά πάσα στιγμή, στην καλύτερη περίπτωση ρίχνοντας την κάρτα «ΔΙΑΚΟΠΗ».

Ηταν ο καιρός που, όπως το έχει πει ο Τσαρούχης ο ίδιος, «έχτισε ένα σπίτι κι έχασε το οικόπεδο». Τα πράγματα χειροτέρευαν. Φύγαμε από την Ελλάδα. Σκορπίσαμε.

Βράδυ με πολύ κρύο, κάπου εκεί γύρω στο Σαιν Ζερμαίν, ένα συρτό βήμα στο μισοσκόταδο. Ο Τσαρούχης με το ναυτικό αμπέχονο, το κασκέτο και με γένια τώρα που κάνουν πιο ξεχωριστή την ωραία μορφή του. Ηξερε τις γωνιές και τα κατατόπια. Παρόλο που δεν το αγαπούσε ιδιαίτερα το «γερασμένο» Παρίσι. Πίστευε «πως θα ’τανε η πιο ανιαρή λουτρόπολη, αν ο Σηκουάνας είχε ιαματικές ιδιότητες και αν δεν το είχαν διαλέξει ως ιδεώδη φυλακή οι εξαιρετικοί εξόριστοι που αγάπησαν την ελευθερία…». Για τη δική του αυτοεξορία μιλάει, όπως πάντα, σε χαμηλό τόνο: «Με υποχρέωναν να φύγω απ’ την Ελλάδα ασθένειες οικογενειακές και ασθένειες εθνικές…».

Μόλις στρίβεις απ’ τον κεντρικό δρόμο, βρίσκεις ένα μικρομάγαζο που προσφέρει σάντουιτς και κάθε λογής αφεψήματα. Ο Τσαρούχης ίδιος πάντα. Με την πληθωρική έξυπνη κουβέντα του κατευθύνει τη συζήτηση όπου θέλει αυτός, έχοντας μπροστά του ένα μεγάλο φλιτζάνι τίλιο. Θυμάται την Κατίνα Παξινού για την οποία έτρεφε λατρεία μαζί και φόβο. Της χρωστούσε κάποια κοστούμια που δεν κατάφερνε να τα φτιάξει όπως τα ήθελε. Αναγκάστηκε να δηλώσει στη διεύθυνση του θεάτρου ασθένεια. Η Παξινού, συνηθισμένη σε καλλιτεχνικές ασθένειες, πήρε ένα ταξί και στις δώδεκα το μεσημέρι έκανε έφοδο στο σπίτι του, στο Μαρούσι. Ο Τσαρούχης ήταν στο επάνω πάτωμα με τους μαθητές του. Κάποιος έσκυψε απ’ το παράθυρο μόλις ακούστηκε το αυτοκίνητο. «Η Παξινού!..», είπε. Κι εκείνος, μόλις το άκουσε, άφησε κατά μέρος το ύφος του δασκάλου και κρύφτηκε σε μια ντουλάπα... Οταν έφτασε στο Παρίσι η είδηση του θανάτου της, κλείστηκε στο σπίτι του κι άρχισε να ζωγραφίζει το πορτραίτο της. Μια τραγική μάσκα θανάτου, ένα πρόσωπο πετρωμένο σε κραυγή αγωνίας με φόντο σκοτεινό κι απρόσωπο σαν την αιωνιότητα…

Εγραφε με την ίδια χάρη που μιλούσε. Χρησιμοποιούσε μια γλώσσα ανάμεικτη, μια αστική, θα την έλεγα, δημοτική, όπου οι λαϊκές εκφράσεις έλαμπαν σαν πετράδια και οι παλαιικοί, καθαρευουσιάνικοι τύποι έμπαιναν μ’ ένα σκόπιμο, ελαφρά ειρωνικό καθωσπρεπισμό στην κουβέντα του, υπερτονισμένοι από το ελαφρό του «ρο» σαν για να υποδηλώνουν την οικογενειακή προέλευση και την ανατροφή του που δεν την είχε απαρνηθεί ποτέ, ακόμα κι όταν σύχναζε σε λαϊκά στέκια. Κοσμούσε τις διηγήσεις του με παραδοξολογίες που αντικατόπτριζαν, όμως, την πραγματικότητα κάποιας περασμένης ζωής. Διηγόταν πως η κυρία Παρθένη τον άφηνε μόνο με τη Σοφία όταν πήγαινε στο σπίτι της Ακρόπολης να δει τον Παρθένη ή ν’ αντιγράψει κάποιο απ’ τα υπέροχα παλιά έπιπλα που είχαν. Πίστευε πως τα δράματα είναι όλα «δράματα αστικά» και στεκόταν στοχαστικά μπροστά τους.

Κάποτε, στο σπίτι της Λητώς Κατακουζηνού, μετά από μία συναρπαστική αφήγηση του Τσαρούχη, ο Τεριάντ, που είχε συμφωνήσει να κάνουμε ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα στο πατρικό του σπίτι στη Μυτιλήνη και στο μουσείο του, στη Βαρειά, με πήρε παράμερα και μου είπε πως θέλει να το ματαιώσουμε: «Δεν μπορώ εγώ να μιλήσω σαν τον Γιάννη…».

Ο Τσαρούχης μας έλεγε πώς γνώρισε ο Ιόλας τον μαρκήσιο Ντε Κουέβας. Για μια Ελληνοαμερικανίδα που στο Ντάλας του Τέξας τον ρωτούσε πως λέγεται ελληνικά ο… ταφτάς. «Ταφτάς», της απάντησε κι εκείνη εντυπωσιάστηκε τόσο, που άρχισε να φωνάζει: «Μάμυ, τρέχα, θα χάσεις. Ολες οι επιστημονικές λέξεις είναι ελληνικές!..». Ισχυριζόταν πως την εποχή που έκανε τα κοστούμια της Μήδειας για την παράσταση της Κάλλας στην Επίδαυρο, ο Ωνάσης τον είχε ρωτήσει: «Κύριε Τσαρούχη, ήθελα εσείς, που είστε μόδιστρος, να μου πείτε τη γνώμη σας για τη μίνι φούστα». Ενώ η Κάλλας αγωνιζόταν να μαζέψει τα μπόσικα: «Αρίστο, ο κύριος Τσαρούχης δεν είναι μόδιστρος είναι πιτόρος». Ο Ωνάσης όμως εξακολουθούσε: «Μα, τι μου λέει η Μαρία, το ’ριξες τώρα και στη ζωγραφική!...».

Ο Τσαρούχης δεν ήταν ανέκαθεν τόσο διάσημος. Ούτε το έργο του έγινε από την αθηναϊκή κοινωνία εύκολα αποδεκτό. Τα τελάρα με τα ερωτικά ανδρικά γυμνά και τις φρουρές με τους ατημέλητους στρατιώτες, τις αποξεχασμένες σ’ ερημικές παραλίες, τα έβαζε με το πρόσωπο στον τοίχο όταν επρόκειτο να επισκεφθούν το ατελιέ του ευυπόληπτοι αστοί. Ο ίδιος έλεγε, και όχι χωρίς πικρία, πως οι πίνακές του ούτε ως γαμήλια δώρα δεν ήταν ευπρόσδεκτοι. Γι’ αυτό και δεν έγινε ποτέ πλούσιος. Η άνοδος τιμών των πινάκων του, που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια ήταν χρηματιστηριακό φαινόμενο που, απλώς, τον εμπόδισε να ξαναγοράσει πίνακες που θεωρούσε σημαντικούς για τη συλλογή του Ιδρύματος Τσαρούχη.

Αμέσως μετά τον πόλεμο είχε κάνει σκηνικά και κοστούμια για τον Μάκβεθ που ανέβασε ο θίασος Κοτοπούλη στο «ΡΕΞ». Η αμοιβή του ήταν τότε πέντε χιλιάδες δραχμές. Αλλά ο Χέλμης, ο πασίγνωστος για την τσιγκουνιά του σύζυγος της Μεγάλης Μαρίκας, τον παίδευε για να του τα δώσει, όπως το συνήθιζε συχνά. Την Παρασκευή του έλεγε να περάσει τη Δευτέρα. Τη Δευτέρα του έδινε πεντακόσιες δραχμές και του έλεγε να περάσει πάλι την άλλη Παρασκευή. Ο Τσαρούχης ανεβοκατέβαινε έξω φρενών την τεράστια σκάλα του «ΡΕΞ». Και καθώς εκείνο τον καιρό είχε ανοίξει το πρώτο κατάστημα στην Αθήνα που διαφημιζόταν «Ζελιώτης – Ενδύματα με δόσεις», δεν κρατήθηκε και του είπε: «Ακούστε, κύριε Χέλμη, εγώ κάνω ενδυμασίες θεάτρου, όχι… ενδύματα με δόσεις!...».

Πέρυσι το καλοκαίρι πήγε να δει μια παράσταση στο Θέατρο Ηρώδου Αττικού. Ανέβηκε με κόπο τα σκαλοπάτια και κάθισε στο θώκο. Η ταξιθέτρια φοβήθηκε μη βρει τον μπελά της. «Αυτές οι θέσεις είναι για τους επισήμους», του είπε. «Εγώ είμαι κάτι παραπάνω από επίσημος. Είμαι άρρωστος», ήταν η απάντησή του.

Θα’ λεγε κανείς πως η αρρώστια ζήλεψε αυτή τη χάρη του Τσαρούχη. Τον έξυπνο, πρωτότυπο λόγο του, τις γρήγορες παρατηρήσεις του, το μοναδικό τρόπο με τον οποίο ήξερε ν’ αφηγείται χιουμοριστικά και κριτικά συγχρόνως τις αναμνήσεις ενός πλούσιου βίου. Την ευκολία να μιλάει, το κέφι να χορεύει με ιερατική μεγαλοπρέπεια τα τσιφτετέλια και τα ζεϊμπέκικα, «κύκλο» ολόκληρο στο έργο του, που το θέμα το γνώριζε εκ των έσω. Εδωσε σκληρή μάχη για να σταματήσει την εξέλιξή της. Μόνο στα γλυκά δεν μπορούσε να κάνει «κράτει», αν και ήξερε πως ήταν ολέθριο το αυξημένο του ζάχαρο για το πάρκινσον, τη σοβαρή ασθένεια που τον απειλούσε. Μια χειμωνιάτικη Κυριακή τον συνάντησα στην οδό Κανάρη, έξω απ’ το «Ντελισιέ», την ώρα που προσπαθούσε ν’ ανοίξει την πόρτα. «Αυτά είναι τα πορνό μου», μου είπε κοιτάζοντας με λαχτάρα τα γλυκά. «Ερχομαι και τρώω καμιά πάστα όταν δεν με βλέπουν». Ηξερε. «Ο θάνατος ούτε πεσκέσια δέχεται ούτε ρουσφέτια κάνει».

Από το υπό έκδοσιν βιβλίο της Μαρίας Καραβία, «Ο στοχαστής του Μαρουσιού. Μνήμες και συνομιλίες με τον Γιάννη Τσαρούχη», εκδ. Καπόν, έκδοση γ΄ συμπληρωμένη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: