12/08/2009

ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΘΡΑΣΥΤΑΤΩΝ ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΩΝ ΕΧΟΥΝ ΠΛΗΜΜΥΡΙΣΕΙ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΜΕ ΑΝΤΙΓΡΑΦΑ ΜΟΡΑΛΗ, ΤΣΑΡΟΥΧΗ, ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΓΚΙΚΑ ΚΑΙ ΔΡΟΥΝ ΑΝΕΝΟΧΛΗΤΑ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΑΠΡΟΣΕΚΤΩΝ ΦΙΛΟΤΕΧΝΩΝ
Έως και μεταξοτυπίες του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα
Έδωσε 5 εκατ. δρχ. για «διάσημα» αντίγραφα
Τσαρούχης: ο πλέον πλαστογραφημένος
Εννέα στους δέκα «Βασιλείου» είναι ψεύτικοι

Οι πλαστοί πίνακες κυκλοφορούν... αδέσποτοι

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΚΑΤΗΜΕΡΤΖΗ - ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΟΥΜΠΡΙΝΗΣ



Αντιγραφές, «γεμιστά», έργα «παστίτσια», ψευδεπίγραφα, ακόμα και πλαστές μεταξοτυπίες, κυκλοφορούν στο «μενού» του παραεμπορίου της τέχνης, που ανθεί επικίνδυνα εις βάρος των νόμιμων γκαλερί και των έντιμων καλλιτεχνών. Το θέμα είναι γνωστό. Τα πλαστά και ψεύτικα έργα τέχνης εκτίθενται σε σαλόνια και κυκλοφορούν με αυτοκίνητο από πόρτα σε πόρτα. Πλασάρονται σε τιμή ευκαιρίας πρώτο ύποπτο σημάδι αυτό. Οι πωλητές ποντάρουν στην άγνοια των αγοραστών. Προβάλλουν πιστοποιητικά γνησιότητας και γνωματεύσεις, με υποκειμενικές εκτιμήσεις και καλοσερβιρισμένα σενάρια προσφέρουν θρασύτατα ακόμα και έργα ζωγράφων εν ζωή και όταν οι ενδιαφερόμενοι τα περάσουν από προσεκτική εξέταση, ο θησαυρός και η ευκαιρία αποδεικνύονται ότι ήταν παγίδες. Ποιοι τα κάνουν αυτά: είναι γνωστοί άγνωστοι. Το αδίκημα της παραχάραξης του ονόματος του καλλιτέχνη είναι σαν τη μοιχεία. Πρέπει να πιάσεις τον παραχαράκτη στα πράσα. Αλλιώς κυκλοφορεί ατιμώρητος. Συνεπώς συνιστάται προσοχή. Τουλάχιστον τόση όση δίνουμε όταν αγοράζουμε ένα φόρεμα ή μια τηλεόραση. Μερικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις και έγκυρες απόψεις ανθρώπων που έρχονται καθημερινά σχεδόν αντιμέτωποι με πλαστά έργα τέχνης, δίνουν το εύρος του προβλήματος. Στο βάθος, η κοινωνία μας δείχνει περισσότερη ανοχή απ' ό,τι πρέπει και γίνεται έτσι συνένοχη των πλαστογράφων.

Ένας ακόμα πλαστός πίνακας του Γιάννη Μόραλη εντοπίστηκε πρόσφατα από την γκαλερίστα που αντιπροσωπεύει τον μεγάλο ζωγράφο, κυρία Πέγκυ Ζουμπουλάκη.

Το έργο εξετάστηκε από τον ίδιο τον Γιάννη Μόραλη, ο οποίος παρατήρησε ότι ο Μόραλης-«μαϊμού» αποτελούσε ένα «σάντουιτς» από δύο διαφορετικούς πίνακες, που είναι και οι δύο δημοσιευμένοι στο βιβλίο «Γιάννης Μόραλης» της Εμπορικής Τράπεζας.

Ο μισός πλαστός πίνακας ήταν αντιγραφή από τον πίνακα με τίτλο «Νησί», που βρίσκεται στο γραφείο του Πρωθυπουργού, στο Μέγαρο Μαξίμου. Ο άλλος μισός πλαστός πίνακας ήταν μια παραλλαγή από τον πίνακα με τίτλο «Πανσέληνος Κ», που βρίσκεται σε ιδιωτική συλλογή.

Το «κλωνοποιημένο» έργο έφτασε στην γκαλερί στα χέρια άγνωστου ιδιώτη, ο οποίος ζήτησε πληροφορίες για το αν ο πίνακας είναι γνήσιος, δεδομένου ότι κάποιος σοβαρός άνθρωπος τον πρόσφερε προς πώλησιν σε τιμή ευκαιρίας: τέσσερα εκατομμύρια δραχμές για ένα έργο, που οι διαστάσεις του, 1,65Χ2 μ. περίπου, ξεπερνούσαν κατά πολύ έναν συνηθισμένο πίνακα. Τα χρώματα γκρίζα, μπλε, μολυβί ανήκαν στην γκάμα του Μόραλη.

Τα στυλιζαρισμένα σχήματα μοιάζουν εύκολο να αντιγραφούν. Κι όμως, το απλό και απέριττο είναι πολλές φορές αυτό που πιο δύσκολα αντιγράφεται. Η κυρία Ζουμπουλάκη φωτογράφισε το ψεύτικο έργο και το καταχώρισε στο αρχείο πλαστών που προσπαθεί να κρατήσει η γκαλερί.

«Το παραεμπόριο είναι αυτό που έχει ρίξει ψεύτικα έργα στην αγορά και την μαστίζει» μας λέει η κυρία Ζουμπουλάκη, και υποστηρίζει ότι το 20% των έργων, γνήσιων και πλαστών, κινούνται μέσω του παραεμπορίου με καταστροφικές συνέπειες για τις νόμιμες γκαλερί και τα παλαιοπωλεία-αρχαιοπωλεία που λειτουργούν νομίμως και όπου τα έργα, διαλεγμένα από τα καλύτερα του καλλιτέχνη, φτάνουν κατευθείαν από το εργαστήριο, συνοδευόμενα από νόμιμα παραστατικά. Ανεπισήμως είναι γνωστή η ύπαρξη κυκλωμάτων παραχαρακτών έργων τέχνης και δήθεν συλλεκτών που τα διακινούν, αλλά κανείς δεν τολμά να τους καταγγείλει.

Απλώς καταγγέλλονται οι μέθοδοι των γνωστών αγνώστων, οι οποίοι προσφέρουν τις δήθεν ευκαιρίες. Το συνηθισμένο σενάριο είναι αυτός που κυκλοφορεί σε κοσμικά σαλόνια ενίοτε δηλώνει και ιστορικός της Τέχνης με ακριβά αυτοκίνητα και διαθέτει προς πώλησιν πίνακες ή έργα τέχνης που ανήκουν σε γνωστό συλλέκτη ή σε καλή οικογένεια, οι οποίοι αντιμετωπίζουν κάποια στενότητα και για λόγους γοήτρου δεν θέλουν να αποκαλυφθεί το όνομά τους.

Όμως, προσοχή. Υπάρχουν και κάποια γνωστά έγκυρα πρόσωπα, ιστορικοί της τέχνης, που μπορεί να διακινούν αμφίβολα έργα. Ακόμα και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες μπορεί να σπρώχνουν προς το παραεμπόριο κάποια έργα τους, συνήθως όχι από τα καλύτερα. Ένα από τα πλεονεκτήματα των γκαλερί είναι ότι διαλέγουν πριν από μας για μας.

Οι αγορές έργων τέχνης σε τιμή ευκαιρίας δεν γίνονται στο πόδι, διατείνεται η κυρία Πέγκυ Ζουμπουλάκη, ενώ σχολιάζει τη στάση των υποψηφίων θυμάτων των παραχαρακτών με ένα γνωμικό: «Δεν ήξερες, δεν ρώταγες;».

Βεβαίως οι εκτιμήσεις για το αν ένα έργο είναι γνήσιο ή πλαστό είναι συνήθως προφορικές. Ούτε η Εθνική Πινακοθήκη εκδίδει πιστοποιητικά περί της γνησιότητας ενός έργου.

ύο μεγάλες και ωραίες πλαστές μεταξοτυπίες από έργα του Νικολάου Χατζηκυριάκου - Γκίκα με ψεύτικη υπογραφή έκαναν πρόσφατα την εμφάνισή τους στη σκιώδη αγορά της τέχνης.

Όπως εξηγεί η διευθύντρια του Μουσείου Γκίκα, κ. Προβίδη, τα θέματα των μεταξοτυπιών προέρχονται από δύο δημοσιευμένα σε βιβλίο έργα του Γκίκα το «Ελιές την άνοιξη», που φιλοτεχνήθηκε το 1980, και «Τα εργαλεία», της ίδιας περίπου εποχής, τα οποία δεν έχουν βγει ποτέ σε μεταξοτυπία.

Είναι γνωστό, βεβαίως, ότι στο παραεμπόριο έχουν κυκλοφορήσει ακόμα και πλαστές σφραγίδες με τη φίρμα του Μουσείου Γκίκα, το οποίο κρατάει φωτογραφικό αρχείο πλαστών πινάκων, σχεδίων κ.ά. έργων που κατά καιρούς φτάνουν προς εξέτασιν.

«Δεν κρατάμε ονόματα», διευκρινίζει η κ. Προβίδη, για να μην αποθαρρύνονται οι ενδιαφερόμενοι. Αν μας φέρουν κάποιο καλό έργο, το καταλογογραφούμε ως αυθεντικό και τότε μπορεί να εκδώσουμε και πιστοποιητικό γνησιότητας, εφόσον το έργο είναι δημοσιευμένο ή γνωστό και είμαστε βέβαιοι 1.000% για τη γνησιότητά του. Υπάρχουν παλιά σχέδια του Γκίκα, έργα του 1938, που ζωγραφίστηκαν με τα ανύπαρκτα, τότε, ακρυλικά χρώματα.

* Προσοχή στις βεβαιώσεις, τις πραγματογνωμοσύνες, τα πιστοποιητικά.

Ο καθένας μπορεί λ.χ. κάθε ιστορικός της τέχνης να υπογράψει ένα χαρτί περιγράφοντας και αξιολογώντας αυτό που βλέπει και, καλόπιστα ή μη, να δώσει ταυτότητα σ' ένα έργο αγνώστου «πατρός». Μία ειδική κατηγορία πλαστών είναι τα ψευδεπίγραφα έργα, παλαιών συνήθως ζωγράφων.

Ένα γνήσιο έργο άγνωστου ή άσημου ζωγράφου, λ.χ. μια θαλασσογραφία ή μια ηθογραφία, «βαπτίζεται» με μια ψεύτικη υπογραφή αξίας εκατομμυρίων.


Οι τοίχοι του σπιτιού της έχουν «ντυθεί» με εντυπωσιακούς πίνακες, που φέρουν τις υπογραφές μεγάλων ζωγράφων: Ιακωβίδη, Τσαρούχη, Βασιλείου, Γαΐτη, Μόραλη, Φασιανού. Έχει πάθος με τα έργα ζωγραφικής, κυρίως των Ελλήνων καλλιτεχνών. Αυτό είναι και το χόμπι της. Έκανε όμως ένα λάθος.

Για την αγορά τους, εμπιστεύθηκε έναν διακοσμητή εσωτερικού χώρου. Αυτός την βεβαίωνε κάθε φορά ότι «οι πίνακες είναι γνήσιοι». Αυτή η σιγουριά την έκανε για αρκετά χρόνια να κοιμάται ήσυχη. Άλλωστε, και ο ίδιος αγόραζε πίνακες, όπως έλεγε, από τον μόνιμο αντικέρ του.

Την βασάνιζε όμως η απορία. Μήπως οι πίνακες ήταν πλαστοί; Κάθε φορά όμως, έπαιρνε την απάντηση πως πρόκειται για γνήσιους πίνακες, οι οποίοι προέρχονται από «πτωχεύσεις» παλιών αρχοντικών σπιτιών.

Έτσι, λοιπόν, δεν μπήκε ποτέ στον κόπο προκειμένου να βεβαιωθεί για το γνήσιον της υπογραφής.

Και κάθε φορά που κάποιος επισκέπτης πήγαινε στο σπίτι της, η οικοδέσποινα τους έδειχνε με θαυμασμό. Μέχρι τη στιγμή που πέρασε την εξώπορτα του σπιτιού της ένας εκτιμητής έργων τέχνης και της άναψε φωτιά. Μόλις έπεσε το βλέμμα του στους τέσσερις πίνακες με τις υπογραφές των Ιακωβίδη (2), Μόραλη (1) και Βασιλείου (1), διαπίστωσε ότι δεν είναι και τόσο αληθινοί.

Και το είπε αμέσως στην ιδιοκτήτρια. «Κυρία μου, οι πίνακες αυτοί δεν πρέπει να είναι γνήσιοι».

Προς στιγμήν, δεν τον πίστεψε. Και είχε τους λόγους της. Για την αγορά των τεσσάρων πινάκων και των υπόλοιπων έργων τέχνης τα οποία κοσμούν το σπιτικό της είχε μεσολαβήσει ο διακοσμητής.

Άλλωστε, όλοι οι πίνακες είχαν αγοραστεί από τον ίδιο αντικέρ τον οποίο γνώριζε καλά ο δικός της άνθρωπος.

Μέσα της όμως την έτρωγε η αγωνία, αφού τους είχε πληρώσει μετρητοίς, από 2.500.000 δραχμές για τον κάθε πίνακα του Ιακωβίδη, από 2.000.000 δραχμές του Μόραλη και από 800.000 δραχμές του Βασιλείου, στις αρχές της δεκαετίας του '90.

Μια και δυο, τους πήρε και τους πήγε σε εκτιμητή του υπουργείου Πολιτισμού. Εκεί σιγουρεύτηκε για το πλαστόν της υπογραφής. Μάλιστα, της είπαν ότι «στην περίπτωση που ήταν και οι τέσσερις πίνακες αυθεντικοί, η συνολική τους αξία θα ξεπερνούσε τα 50 εκατομμύρια δραχμές».

Στενοχωρημένη αλλά και αγανακτισμένη έφθασε στο σπίτι της και το επόμενο βήμα της ήταν να επιστρέψει και τους τέσσερις πίνακες στον άνθρωπο που μεσολάβησε για να τους αποκτήσει.

Όσο για τα χρήματα που έδωσε για την αγορά τους; Αν και έχει περάσει ένας χρόνος, είναι άγνωστο εάν θα τα ξαναπάρει.

Απ' ό,τι όμως έμαθε, ο αντικέρ με τον οποίο δεν είχε έρθει ποτέ σε επαφή πουλάει παλιές εικόνες, καθρέφτες και έπιπλα που προέρχονται από παλιά αρχοντικά, όπως και γνήσιους πίνακες ζωγραφικής τούς οποίους μπερδεύει με αρκετούς πλαστούς, για τους αφελείς που πιστεύουν ότι με ελάχιστα χρήματα μπορούν να αποκτήσουν μεγάλους ζωγράφους.


Από το Ίδρυμα και το Μουσείο Γιάννη Τσαρούχη η ανιψιά του Τσαρούχη, Νίκη Γρυπάρη, είναι σε θέση να ξεχωρίσει τρία διαφορετικά χέρια αντιγραφέων πλαστογράφων του Τσαρούχη, ενός εκ των πλέον πλαστογραφημένων καλλιτεχνών της χώρας μας. Φυσικά και διατηρεί φωτογραφικό αρχείο με τα πλαστά έργα που της φέρνουν κατά καιρούς. Τουλάχιστον πενήντα πίνακες. Άλλωστε ο ίδιος ο Τσαρούχης, με το χιούμορ που τον διέκρινε, είχε πει κάποτε για έναν πλαστό πίνακα που έφερε την υπογραφή του. Είναι αριστουργηματικά φτιαγμένος. Είναι καλύτερος κι απ' ό,τι αν τον έφτιαχνα εγώ. Δεν είναι, όμως, δικός μου.

Πολλές φορές, διαφορετικά πρόσωπα, φέρνουν και ξαναφέρνουν τον ίδιο πίνακα, σημάδι ότι τα πλαστά κυκλοφορούν στην αγορά κι αλλάζουν χέρια.

Η δημοσίευση των έργων σε μεγάλους καλλιτεχνικούς καταλόγους και σε έγχρωμα λευκώματα, δίνει υλικό στους αντιγραφείς. Πιστές αντιγραφές πινάκων, γεμιστά έργα όταν ένα απλό σχέδιο λ.χ. γεμίζει με χρώματα, μια σύνθεση στοιχείων από δύο ή τρία διαφορετικά έργα, ακόμα και έργα διαφόρων συνεργατών και βοηθών του Γιάννη Τσαρούχη, συμμετέχουν στο χορό των πλαστών.

«Δεν μας προστατεύει ο νόμος από τα πλαστά έργα που κυκλοφορούν», υπογραμμίζει η κυρία Γρυπάρη. Ακούμε συνεχώς τα ίδια παραμύθια. Κάποιοι, που έρχονται εκ των υστέρων για να εξετάσουμε το έργο που ήδη αγόρασαν, εάν αποδειχθεί ότι είναι πλαστό ζητούν από τον πωλητή να τους επιστραφούν τα χρήματα. Από ό,τι γνωρίζω, συνήθως τους επιστρέφονται ενώ άλλοι εμπλέκονται σε δίκες.


Πλαστοί πίνακες ζωγραφικής του Σπύρου Βασιλείου φαίνεται πως κυκλοφορούν εν αφθονία στην αγορά. «Οι εννέα στους δέκα που μου φέρνουν συχνότατα στο σπίτι για να πιστοποιήσω το γνήσιον της υπογραφής είναι πλαστοί», είπε στα «ΝΕΑ» η κόρη του αξέχαστου ζωγράφου Σπύρου Βασιλείου, Δροσούλα Έλιοτ.

«Και το περίεργο είναι ότι πρώτα τον αγοράζουν από γκαλερί ή πλασιέ έργων τέχνης και ύστερα τρέχουν, προκειμένου να διαπιστώσουν εάν είναι γνήσιοι».

Τα μάτια της Δροσούλας Έλιοτ έχουν δει εκατοντάδες πλαστούς πίνακες, όχι μόνον του πατέρα της αλλά και άλλων μεγάλων ζωγράφων. «Έχει τύχει να μπω σε σπίτι και να δω στους τοίχους πίνακες μεγάλων ζωγράφων, όλους ψεύτικους».

Απ' ό,τι έχει διαπιστώσει, οι τιμές στα έργα του πατέρα της στους πλαστούς πίνακες είναι λίγο πιο χαμηλές, όχι όμως υπερβολικά χαμηλές ώστε να μην προκαλούν την υποψία των υποψήφιων αγοραστών.

Όπως για παράδειγμα ένας πίνακας αξίας 800.000 δραχμών, τον αποκτούν με 500.000 πιστεύοντας ότι είναι ευκαιρία να έχουν στο σπίτι τους έναν μεγάλο ζωγράφο. Μάλιστα, μας αποκάλυψε ότι «κάθε φορά που τους λέω ότι ο πίνακας που κρατούν στα χέρια τους είναι πλαστός, δύσκολα το παραδέχονται. Κάποιοι πίνακες είναι καλοφτιαγμένοι, ενώ ορισμένοι είναι... απαράδεκτοι».

Πιστεύει, πάντως, ότι υπάρχουν κάποια εργαστήρια τα οποία έχουν θησαυρίσει.

Πλαστογραφούν τόσο εύκολα πίνακες αξίας και ο κόσμος τούς αγοράζει για να έχει στο σπίτι του μεγάλους ζωγράφους. Στα υποψήφια... θύματα η Δροσούλα Έλιοτ προτείνει:

«Καλό είναι να πηγαίνουν πρώτα στους εν ζωή ζωγράφους ή στις οικογένειες αυτών που έχουν πεθάνει, πριν αγοράσουν κάποιον πίνακα».

Η πλαστογραφία των έργων του πατέρα της είχε αρχίσει όταν ακόμη ζούσε ο Σπύρος Βασιλείου. Μάλιστα, έναν πίνακα τον είχε κατάσχει ο ίδιος ο ζωγράφος και βρίσκεται ακόμη στο πατρικό σπίτι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: