12/07/2009

Mουσεία και αγορά έργων τέχνης

MAPIA KAΓIAΔAKH
Iστορικός Tέχνης

Η ΠPΩTAPXIKH ΛEITOYPΓIA των μουσείων, όπως καταγράφεται ιστορικά, ήταν η συλλογή, η φύλαξη, η προστασία και η παρουσίαση στο κοινό πολύτιμων έργων τέχνης. Aυτή η λειτουργία παραμένει έως σήμερα βασικός σκοπός τους. Μία από τις κύριες πολιτικές διαχείρισης ενός μουσείου είναι ο εμπλουτισμός των συλλογών του είτε μέσω αγορών είτε μέσω δωρεών, κληροδοτημάτων, ανταλλαγών ή δανεισμού έργων.

Κάθε μουσείο, ανάλογα με την κατεύθυνση, τον χαρακτήρα, το μέγεθος και τις δυνατότητές του, χαράσσει τη δική του πολιτική διεύρυνσης των συλλογών του με νέες αγορές. Η πολιτική αγορών π.χ. των μεγαλύτερων μουσείων μοντέρνας τέχνης (Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, Tέιτ Γκάλερι του Λονδίνου κ.ά.) μέχρι τις αρχές της δεκαετίας 1980 ήταν προσανατολισμένη στην απόκτηση αντιπροσωπευτικών έργων, που θα παρουσίαζαν ένα πανόραμα των σημαντικότερων κινημάτων και δημιουργών της μοντέρνας τέχνης. Η διαμόρφωση ενός συλλεκτικού κανονισμού - προγραμματισμού, εμπεριέχεται στο ευρύτερο καταστατικό λειτουργίας του μουσείου, σχετίζεται με τις ήδη υπάρχουσες συλλογές, τους στόχους και τις δραστηριότητές του.


«Aφροδίτη στον καθρέφτη» (περ. 1648), του Nτιέγκο Bελάσκεθ. Eθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο. Tο έργο αυτό αγοράστηκε το 1906 έναντι του ποσού των 45.000 λιρών με εισφορές ιδιωτών που συγκεντρώθηκαν από το National Art Collections Fund (Art Fund), καθώς τη συγκεκριμένη χρονιά η συνολική επιχορήγηση της Eθνικής Πινακοθήκης για τον εμπλουτισμό των συλλογών της ήταν μόλις 5.000 λίρες.

Η αγορά ενός έργου τέχνης αποφασίζεται συνήθως ύστερα από μια αυστηρή διαδικασία ελέγχου όλων των στοιχείων που τεκμηριώνουν τη γνησιότητα, αλλά και την καλλιτεχνική του αξία. Αυτό αφορά ιδιαίτερα τα έργα τέχνης του παρελθόντος. Η πλήρης περιγραφή του έργου, της κατάστασής του και των επεμβάσεων σ' αυτό, είναι απαραίτητο να συνοδεύεται από διευκρινισμένους τίτλους κυριότητας και ιδιοκτησίας. Ταυτόχρονα, η πορεία και η ιστορία του μέσα στον χρόνο, ο προσδιορισμός της σπανιότητας και της σημαντικότητάς του, η ένταξή του μέσα στο ευρύτερο καλλιτεχνικό πλαίσιο δημιουργίας του, η οικονομική του εκτίμηση, η παράθεση των δημοσιευμένων αναφορών γι' αυτό στη βιβλιογραφία, είναι στοιχεία που λειτουργούν στην τελική απόφαση απόκτησης ή όχι του έργου.

Σημαντικός επίσης παράγοντας είναι κατά πόσο το συγκεκριμένο έργο εντάσσεται στο συλλεκτικό προσανατολισμό του μουσείου, συμβάλλει στους σκοπούς του, εμπλουτίζει τις ήδη υπάρχουσες συλλογές, συμπληρώνει κάποια κενά τους.

Kώδικας δεοντολογίας

Τα μουσεία σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να ενθαρρύνουν την απόκτηση αμφισβητούμενων έργων. O κανονισμός τους συνήθως προβλέπει αποκλειστικά την αποδοχή και την αγορά έργων, των οποίων η προέλευση δεν είναι αμφισβητήσιμη ή αδιευκρίνιστη. Οι περιπτώσεις μουσείων τα οποία αγόρασαν έργα που αποδείχτηκαν πλαστά ή αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στους νόμιμους κατόχους τους έργα που απέκτησαν σε «σκοτεινές» περιόδους (π.χ. έργα εβραϊκών συλλογών που πουλήθηκαν σε μουσεία από τους ναζί), είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα που επιβεβαιώνουν τη σοβαρότητα του θέματος. Ο Κώδικας Δεοντολογίας του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM) προβλέπει με σαφήνεια όλα τα κρίσιμα σημεία, που αφορούν την απόκτηση έργων τέχνης, καθώς και τις απαιτούμενες διαδικασίες που οφείλουν να ακολουθούν τα μουσεία, ενώ καθοριστικής σημασίας είναι η νομοθεσία κάθε κράτους, καθώς και οι διεθνείς συνθήκες για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και την αποφυγή παράνομης διακίνησης έργων τέχνης (UNESCO 1970, UNIDROIT 1995).

Το μουσείο, ως θεσμοθετημένος οργανισμός, κατέχει ένα χώρο εντελώς διαφορετικό από αυτόν της ελεύθερης αγοράς έργων τέχνης, συνιστώντας όμως τις περισσότερες φορές ρυθμιστικό παράγοντα, σημείο αναφοράς για τη διαμόρφωση κριτηρίων και αξιών (καλλιτεχνικών, οικονομικών κ.ά.) στο χρηματιστήριο της τέχνης. Eίναι ο χώρος όπου καταλήγουν τα έργα, έχοντας ξεπεράσει το στάδιο της αξιολόγησης και της εκτίμησης και έχοντας διασφαλίσει τη σημαντικότητα και τη σπουδαιότητά τους. Aποτελεί το «πνευματικό» περιβάλλον μέσα στο οποίο συγκροτείται ένα σώμα εγκεκριμένων αξιών, καλλιτεχνικής ποιότητας και κύρους. Τα έργα μιας μουσειακής συλλογής βρίσκονται «εκτός αγοράς», η πρόβλεψη διατήρησης και παρουσίασής τους στο συγκεκριμένο περιβάλλον είναι «εις το διηνεκές», αν και οι κανονισμοί ορισμένων μουσείων, όπως π.χ. του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης, επιτρέπουν την απομάκρυνση και την πώληση έργων, για την αγορά άλλων, με στόχο την αναβάθμιση των συλλογών τους και το «αισθητικό κέρδος». Πολλά μουσεία επικεντρώνουν την αγοραστική τους δύναμη στην απόκτηση του μοναδικού και σπάνιου αριστουργήματος, αποκλείοντας από τον προγραμματισμό τους τις αγορές έργων δευτερευούσης σημασίας. Δεν είναι λίγες και οι περιπτώσεις που τα έργα επιλέγονται με κριτήριο το πόσο δημοφιλή ή «γνωστά» είναι, προσδοκώντας μ' αυτόν τον τρόπο το μουσείο, όχι μόνο στη διαφήμιση και στην προβολή του, αλλά και στην αύξηση των επισκεπτών του, στην καθαρά «εμπορική» πλευρά του θέματος.

Eπιθετική πολιτική αγορών

«Aγιος Πέτρος» του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου (1600-1607), Eθνική Πινακοθήκη της Aθήνας. H αγορά του πραγματοποιήθηκε το 1994 με πρωτοβουλία της διευθύντριάς της Mαρίνας Λαμπράκη - Πλάκα, ύστερα από πανελλήνιο έρανο και με κύριο χορηγό το Iδρυμα Λίλιαν Bουδούρη. Για την αγορά επίσης του έργου «H ταφή του Xριστού» της βενετσιάνικης περιόδου του Θεοτοκόπουλου, καθοριστική ήταν η εφαρμογή του Nόμου 2557/97 για τη δημιουργία του Tαμείου Aγορών, καθώς και οι χρηματικές εισφορές μεγάλων δημόσιων επιχειρήσεων (ΔEH, OTE, Eλλην. Πετρέλαια κ.λπ.).

Τα σημαντικότερα, μεγαλύτερα και πιο πλούσια μουσεία διαμορφώνουν δυναμικά και πολύ συχνά «επιθετικά» συλλεκτικά προγράμματα, στηριζόμενα σχεδόν αποκλειστικά στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Tαυτόχρονα κινούνται δραστήρια στον χώρο της αγοράς της τέχνης, που αποτελείται από καλλιτέχνες, συλλέκτες, εμπόρους, γκαλερί, ιστορικούς, κριτικούς και θεωρητικούς της τέχνης, μεγάλους οίκους δημοπρασιών, έντυπα τέχνης. Μέσα σ' αυτό το πολυδιάστατα δομημένο σύστημα το μουσείο αναπτύσσει μια σειρά αλληλοεξαρτώμενων και πολύπλοκων σχέσεων, αφού τα οικονομικά δεδομένα που αφορούν τα έργα τέχνης είναι περίπλοκα και διαρκώς μεταβαλλόμενα.

Mερικά μουσεία, προκειμένου να ενισχύσουν τις συλλογές τους ενισχύονται οικονομικά από ιδρύματα που έχουν συσταθεί γι' αυτόν ακριβώς τον σκοπό, από μεγάλες εταιρείες και επιχειρήσεις, τραπεζικούς οργανισμούς κ.ά. Στις χώρες του δυτικού κόσμου, αλλά και σε χώρες όπως η Ιαπωνία (όπου στη δεκαετία 1990 η αγοραστική δύναμη των μουσείων έχει διαρκώς αυξανόμενους αριθμούς), εμφανίζονται με εντυπωσιακούς ρυθμούς νέα μουσεία που αναζητούν τα έργα εκείνα που θα αποτελέσουν το βασικό πυρήνα της συλλογής τους.

Το καθεστώς της ελεύθερης αγοράς και του ανταγωνισμού μέσα στο οποίο αναπτύσσεται η τέχνη σήμερα (μια νέα και δυναμική περιοχή επενδύσεων), ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης, ιδιαίτερα για τα παλαιότερα έργα, τις περισσότερες φορές επηρεάζει αποφασιστικά τις αγορές των μουσείων. Οι υπέρογκες τιμές, που καταγράφονται π.χ. στις δημοπρασίες ή καθορίζονται από τους εμπόρους τέχνης, αξιολογούνται ως απαγορευτικές για τις οικονομικές δυνατότητες των λιγότερο εύρωστων μουσείων.

Παράλληλα, η μείωση των κρατικών επιχορηγήσεων επηρεάζει άμεσα την αγοραστική δύναμή τους. Στην Αγγλία π.χ. το 1982-83 η επιχορήγηση για αγορές στα πέντε μεγαλύτερα μουσεία της χώρας (Εθνική Πινακοθήκη, Βρετανικό Μουσείο, Tέιτ, Eθνική Πινακοθήκη Πορτρέτων, Bικτώρια και Aλμπερτ) άγγιζε τις 8.000.000 λιρών, ενώ το διάστημα 2002-03 διατέθηκαν μόνο 855.000 λίρες. Ταυτόχρονα η αγοραστική δύναμη του συνόλου των αγγλικών μουσείων σε αυτήν την εικοσαετία παρουσιάζει μείωση 30%. Αυτές τις σημαντικές μειώσεις έρχονται να καλύψουν αποτελεσματικά τις περισσότερες φορές διάφορες δωρεές. Στην Αμερική από την άλλη πλευρά, σε έρευνες που αφορούν τη συλλεκτική δραστηριότητα μεγάλου αριθμού μουσείων, αυτή εμφανίζεται σταθερή ή σχετικά αυξανόμενη σε ετήσια βάση, αν και τα 2/3 ή και περισσότερο των νέων αποκτημάτων των συλλογών τους προέρχονται από δωρεές και κληροδοτήματα.

«Yποψήφια»

Η καταξίωση του μουσείου ως ο κατ' εξοχήν χώρος τέχνης και πολιτισμού, συνέβαλε αποφασιστικά στην καθιέρωση μιας νέας αντίληψης για το έργο τέχνης, το οποίο πλέον, από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του, είναι «υποψήφιο» να αγοραστεί από μουσείο και να αποτελέσει μέρος της ιστορίας της τέχνης. Είναι αποκαλυπτικό προς αυτήν την κατεύθυνση ότι αρκετά από τα χαρακτηριστικά των σύγχρονων έργων (π.χ. κλίμακες, τεχνικές κ.ά.) αποτυπώνουν την επιθυμία των δημιουργών τους αυτά να ενταχθούν στο ευρύτερο «περιβάλλον» μιας μουσειακής συλλογής. Το ίδιο συμβαίνει και με τον καθορισμό της τιμής τους, που μοιάζει να αποτελεί πλέον συνάρτηση περισσότερο αυτής της πιθανότητας.

Η παρουσία ενός έργου σε κάποια σημαντική μουσειακή συλλογή αυξάνει αυτόματα και την αγοραστική αξία των υπόλοιπων έργων του καλλιτέχνη. Αυτό λειτουργεί και αντίστροφα. Η καταξίωση ενός καλλιτέχνη μέσα στο σύστημα της ελεύθερης αγοράς της τέχνης θέτει τα έργα του άμεσα «υποψήφια» στις αγοραστικές προτεραιότητες ενός μουσείου. Τα έργα που δημιουργούνται από ζώντες καλλιτέχνες, είναι εκείνα που προσφέρονται συνεχώς και στα οποία μπορεί κανείς να επενδύσει. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο η συλλογή ενός μουσείου σύγχρονης τέχνης μπορεί να δημιουργηθεί με σταθερό ρυθμό, σε εύλογο διάστημα, κάποιες φορές ίσως χωρίς ιδιαίτερα μεγάλο οικονομικό κόστος. Ο ρόλος των επιμελητών, οι οποίοι αξιολογούν τις καλλιτεχνικές αξίες που βρίσκονται ακόμη σε φάση διαμόρφωσης, προβλέπουν και προτείνουν, αναδεικνύεται καθοριστικός προς αυτήν την κατεύθυνση

Δεν υπάρχουν σχόλια: