2/19/2009

20 χρόνια στο έλεος κλεφτών η βίλα Ιόλα


Εγκαταλελειμμένη, αν και φιλοξενεί -ακόμη- περισσότερα από δέκα σημαντικά έργα Τέχνης και αρχαιότητες

Παρασκευή, 19.10.07
20 χρόνια στο έλεος κλεφτών η βίλα Ιόλα

Μέσα στο σπίτι υπήρχαν 11.000 έργα τέχνης: Πικάσο, Μιρό, Γουόρχολ, Ερνστ, Χατζηκυριάκος- Γκίκας, Ακριθάκης, Τάκις, αλλά και ανεκτίμητες αρχαιότητες. Είκοσι χρόνια μετά την πρώτη κλοπή, η “λεηλασία” στο εγκαταλελειμμένο κτήμα και οίκημα συνεχίζεται με ζήλο», λέει ο Νίκος Σταθούλης, βιογράφος του Αλέξανδρου Ιόλα. Η βίλα του σπουδαίου Ελληνα συλλέκτη στην Αγία Παρασκευή εξακολουθεί μέχρι σήμερα να πέφτει θύμα κλοπών: το 30% της συλλογής κλάπηκε σε 13 διαφορετικές «επιχειρήσεις», ενώ το 70% πρόλαβαν και το διαχειρίστηκαν η αδελφή του Ιόλα και οι απόγονοί της, προωθώντας το, όμως, σε δημοπρασίες και κατ’ επέκταση σε ιδιώτες.

Στις 30/8 το υπουργείο Πολιτισμού εξέδωσε, εκ νέου, απόφαση έγκρισης απευθείας αγοράς ή αναγκαστικής απαλλοτρίωσης της βίλας, με στόχο την «προστασία, προβολή και ανάδειξη του μνημείου». Τη λύση του ζητήματος θα «απαιτήσει» και η ίδια συλλογή του Ιόλα: τον Μάρτιο του 2008 θα παρουσιαστεί ένα κομμάτι της στο ελληνικό κοινό σε μια μεγάλη έκθεση, με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του συλλέκτη (1908-2008).

Η σημερινή κατάσταση στο κτήμα Ιόλα είναι λίγο έως πολύ γνωστή. Πόσοι, όμως, γνωρίζουν πως αυτή τη στιγμή υπάρχουν στους χώρους του περισσότερα από δέκα μεγάλης αξίας έργα τέχνης και αρχαιότητες;

Η εγκαταλελειμμένη βίλα και τα έξι στρέμματα δάσους που την περιβάλλουν προσφέρονται για ένα ιδιότυπο «κυνήγι θησαυρού». Πριν φτάσει κανείς στο σπίτι, πάνω στο μονοπάτι που δημιουργήθηκε από τους καταπατητές, το έκθεμα νούμερο 1 κάνει μόνο του αισθητή την παρουσία του: ένα σιδερένιο διπλό σινιάλο του γλύπτη Τάκι, 6,5 μέτρων, φιλοτεχνημένο το 1955, βρίσκεται αναποδογυρισμένο και σκουριασμένο στο έδαφος.

Εξω από το σπίτι, την προσοχή μας τραβάει το εκτενές πλακόστρωτο, διά χειρός Δημήτρη Πικιώνη, του σημαντικού αρχιτέκτονα που διαμόρφωσε το χώρο γύρω από την Ακρόπολη και το λόφο Φιλοπάππου. Στο καλά διατηρημένο πλακόστρωτο είναι τοποθετημένες υστεροβυζαντινές κολόνες. Ανάμεσα στις έξι που υπάρχουν ακόμα -από ένα σύνολο 2.500 αρχαιοτήτων που ανήκαν στη συλλογή- βρίσκονταν αγάλματα θεών, τα οποία ήταν από τα πρώτα που εξαφανίστηκαν. «Οι τελευταίες δύο κολόνες κλάπηκαν μέσα στο διάστημα των έξι μηνών που έχω να επισκεφθώ το κτήμα», σημειώνει ο κ. Σταθούλης, δείχνοντάς μας το σημείο από όπου αποσπάστηκαν.

Η θύρα της κύριας εισόδου της βίλας, που σήμερα είναι χτισμένη ως επάνω -καθώς με την παραβίασή της πραγμαποιήθηκε η πρώτη κλοπή- φέρει ένα ακόμα έργο. Πρόκειται για τμήμα ενός λεπτού, μπρούντζινου δημιουργήματος του Γιάννη Καρδαμάτη, με αυθεντικό σχέδιο που «έντυνε» ολόκληρη την πόρτα. Από τους επενδυμένους με μάρμαρο από τη Ραβέννα και την Πεντέλη τοίχους του σπιτιού λείπουν φυσικά όλοι οι πίνακες, αλλά μια βαριά εγκατάσταση στο τεράστιο υπόγειο κατάφερε να γλιτώσει. Η μολυβένια εγκατάσταση του Ιταλού καλλιτέχνη Ελιζέο Ματιάτσι, με τίτλο «Ρόμα», απλώνεται σε έκταση 250 τ.μ. άθικτη, αν και πλημμυρισμένη. «Επί μήνες βρίσκεται μέσα στα νερά, αποθαρρύνοντας τους κλέφτες», λέει ο κ. Σταθούλης.

Ενας βράχος προερχόμενος από μια εγκατάσταση του Γιάννη Τσόκλη κείτεται στο πάτωμα του πρώτου ορόφου, πλάι σε σκαλωσιές και κάδρα ορφανά από πίνακες. Στη «λευκή βιβλιοθήκη» του Ιόλα, ένα δωμάτιο με μαρμάρινες βιβλιοθήκες και ειδική ασημένια ταπετσαρία στο ταβάνι για να αντανακλάται το λευκό, έχει μείνει μόνο το γυαλί από το γλυπτό τραπέζι του Ιταλού γλύπτη Νοβέλο Φινότι. Στην αχανή κρεβατοκάμαρα, ωστόσο, ανακαλύπτουμε κομμάτια από τέσσερις κόκκινες κολόνες «πλεξούδες», από μάρμαρο Ραβέννας, χωρίς όμως τα κιονόκρανά τους.

Τα δύο τελευταία έργα που θα εντοπίσει όποιος συνεχίσει την εξερεύνηση στη βίλα είναι δύο μαρμάρινα υστεροελληνικά λιοντάρια από την περιοχή της Πέλλας. Αποτελούσαν τα «πόδια» ενός μαρμάρινου τραπεζιού σε μια από τις βεράντες του σπιτιού. Το ένα βρίσκεται ακόμα στη θέση του, ενώ το δεύτερο… αναπαύεται πάνω σε ένα στρώμα από αφρολέξ. «Μη σας κάνει εντύπωση, αυτό είναι το πρώτο στάδιο της κλοπής», εξηγεί ο κ. Νίκος Σταθούλης. «Είναι η “προεργασία” για να το αποσπάσουν μετά ευκολότερα. Σε δύο μήνες δεν θα βρίσκεται πια εδώ».

Κατάλογοι και αφίσες από τις εκθέσεις που είχε οργανώσει ο Ιόλας ανά τον κόσμο βρίσκονται πεταμένοι και σκισμένοι μέσα σε όλο το σπίτι και έρχονται να συμπληρώσουν τη θλιβερή εικόνα ενός κτιρίου που έχει κριθεί διατηρητέο από το υπουργείο Πολιτισμού, αλλά έχει αφεθεί στην τύχη του. «Φαντάζεστε τι είδους μαγνήτη θα αποτελούσε για τη διεθνή κοινότητα ένα μουσείο που θα έφερε το όνομα “Αλέξανδρος Ιόλας”;», αναρωτιέται ο κ. Σταθούλης.

Τάκις: «Αδιαφορούν»

«Εκανα πολλά έργα. Οπως τα παιδιά, τα αφήνεις να φύγουν. Λυπάμαι αν καταστρέφονται ή φθείρονται εγκαταλελειμμένα, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα», λέει ο γλύπτης Τάκις, 82 χρονών σήμερα. Το σκουριασμένο έργο του στο κτήμα Ιόλα δεν τον απασχολεί, αλλά η εγκατάλειψη της βίλας τον ενοχλεί ιδεολογικά. «Είναι μία ακόμα απόδειξη πως το ελληνικό κράτος αδιαφορεί για τη σύγχρονη τέχνη», λέει. «Δεν μπορεί να την καταλάβει και την απορρίπτει».

Ο καλλιτέχνης που έζησε τη βίλα στις ημέρες της δόξας της, όσο ζούσε ο Ιόλας, θυμάται τις συζητήσεις με τον Ντε Κίρικο, τον Νουρέγιεφ, τον Ντισάν, τον Γουόρχολ και τις πλούσιες δεξιώσεις που παρέθετε ο συλλέκτης. «Ακριβώς λόγω όλων αυτών των προσωπικοτήτων που φιλοξενήθηκαν σ’ αυτό το κτίριο θεωρώ πως κρίθηκε διατηρητέο από το υπουργείο Πολιτισμού», σημειώνει ο Τάκις. «Γιατί λοιπόν σήμερα έχει αφεθεί να ρημάζει;».

Η έκθεση

Εκατόν τριάντα έργα από τη διασκορπισμένη πλέον σε όλο τον κόσμο συλλογή του Ιόλα θα ταξιδέψουν στην Αθήνα τον ερχόμενο Μάρτιο για μια μεγάλη έκθεση, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του συλλέκτη. «Πρόκειται για έργα που είχε προλάβει να δωρίσει ο Ιόλας πριν από το θάνατό του», λέει ο Νίκος Σταθούλης, που θα επιμεληθεί την έκθεση. «Θα έρθουν έργα από το Μουσείο Πικάσο, το Μουσείο Μιρό, το Ιδρυμα Γουόρχολ, το Ιδρυμα Ντε Σανφάλ-Τινγκελί, αλλά και από το Μουσείο Μπενάκη δύο πίνακες του Χατζηκυριάκου-Γκίκα».

Το χρονικό

▪ 1987: Ο Αλέξανδρος Ιόλας πεθαίνει και το κτήμα με τη βίλα περιέρχονται στην κατοχή της αδελφής του, Νίκης Στάιφελ.
▪ 1996: Το κτήμα πωλείται σε μεγάλο κατασκευαστή -προς 500 εκατομμύρια δραχμές- όπως και το διπλανό που ανήκε στη Στάιφελ.
▪ 1998: Η βίλα χαρακτηρίζεται διατηρητέο ιστορικό μνημείού.
▪ 2000: Το σύνολο της έκτασης χαρακτηρίστηκε ως «κέντρο πολιτιστικών δραστηριοτήτων» από το ΥΠΕΧΩΔΕ, με τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου.
▪ 2002: Το κτήμα κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο.
▪ 2004: Η απόφαση για απαλλοτρίωση ανακαλείται.
▪ 30/8/2007: Το υπουργείο Πολιτισμού εγκρίνει εκ νέου την απευθείας αγορά ή αναγκαστική απαλλοτρίωση του κτήματος.
▪ Το ποσό που ζητά σήμερα από το Δημόσιο ο κατασκευαστής ανέρχεται στα 12 εκατ. ευρώ.

Ποιος ήταν

Ο Αλέξανδρος Ιόλας γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1908. Το πραγματικό του όνομα ήταν Κωνσταντίνος Κουτσούδης. Σπούδασε χορό στην Αθήνα και το Βερολίνο. Τη δεκαετία του ’40 πήγε στη Νέα Υόρκη και το 1944 στράφηκε οριστικά στις εικαστικές τέχνες. Ανοιξε την πρώτη του γκαλερί το 1946 και παρουσίασε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ έργα των Μαξ Ερνστ, Ρενέ Μαγκρίτ και Αντι Γουόρχολ. Το 1953 γίνεται αποκλειστικός ιδιοκτήτης της γκαλερί και την ονομάζει «Iolas gallery». Τα επόμενα χρόνια ανοίγει γκαλερί στη Γενεύη, στο Παρίσι, στο Μιλάνο και τη Μαδρίτη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του δώρισε πολλά από τα έργα του σε μουσεία σε όλο τον κόσμο.




Η κατάρα του Ιόλα???


που είναι τα δεκάδες έργα του που βρίσκονταν στην βίλα του στην Αγία Παρασκευή;

Ένας από τους μεγαλύτερους συλλέκτες της «μοντέρνας εποχής» και ένας πολύ σημαντικός άνθρωπος για τα εικαστικά πράγματα της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, υπάρχει στο νου μας σαν μύθος, σαν ένα όνομα που κάτι μας λέει αλλά δεν είμαστε σίγουροι τι ξέρουμε ακριβώς για αυτόν.

Ο Αλέξανδρος Ιόλας, πέθανε στην Αθήνα το 1987 αρκετά πικραμένος από τον πόλεμο των ΜΜΕ και την άκρως συντηρητική στάση των συμπατριωτών του.

Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1908, ένα από τα πολλά ελληνικά διαμάντια που έβγαλε η πόλη αυτή. Σε νεαρή ηλικία ήρθε στην Αθήνα, με συστατική επιστολή του Καβάφη, όπου σπούδασε χορό. Ως χορευτής πήγε στο Βερολίνο, συνέχισε την εκπαίδευση του, και με την έναρξη του χιτλερισμού μετακόμισε στο Παρίσι. Εκεί γνωρίζει όλες τις μεγάλες προσωπικότητες των τεχνών και αναπτύσσει φιλία με καλλιτέχνες όπως ο Ντε Κίρικο. Βέβαια, εκεί του μπαίνει το μικρόβιο του συλλέκτη έργων τέχνης, και σιγά-σιγά με οικονομίες αγοράζει κάποια έργα. Λίγα χρόνια αργότερα θα μετακομίσει στην Αμερική όπου θα χορέψει στην Όπερα της Νέας Υόρκης.

iolasΈνα ατύχημα όμως θα σταματήσει την καριέρα του στον χορό, και θα αφοσιωθεί στην άλλη του αγάπη τα εικαστικά. Όσοι γνώρισαν τον Ιόλα δηλώνουν τυχεροί -αν μη τι άλλο. Από τις περιγραφές, φαίνεται ως ένας πλούσιος σε χαρακτηριστικά άνθρωπος, με τρομερή ευφυΐα και οξυδέρκεια στο να αναγνωρίζει ταλέντα, με πολλούς αληθινούς φίλους, και με μια φλεγματική προσωπικότητα, που συνήθως συνοδεύει ιδιοφυείς ανθρώπους σαν και τον Ιόλα.

Η ζωή του στη Νέα Υόρκη περιστρέφεται γύρω από την γκαλερί Ουγκό, στην οποία είναι συνεταίρος, και μετέπειτα θα γίνει αποκλειστικός ιδιοκτήτης. Θα εκθέσει Max Ernst, Takis, Niki de Saint Phalle, De Chirico, Andy Warhol. Με τα χρόνια ανοίγει και τέσσερις ακόμα γκαλερί σε Γενεύη, Μιλάνο. Μαδρίτη και Παρίσι.

Όλα αυτά τα χρόνια που ο Ιόλας είναι ο πιο δραστήριος γκαλερίστας της Ευρώπης, στήνει σημαντικές ιδιωτικές συλλογές, και συνεχίζει να ενδιαφέρεται και να προωθεί Έλληνες καλλιτέχνες στο εξωτερικό μέσα από τις γκαλερί του αλλά και από επαφές του με συλλέκτες - λέγεται ότι όλο το Hollywood είχε πίνακες του Τσαρούχη. Η οργανωτικότητα του είναι ιστορική καθώς τα αρχεία του στην γκαλερί του Παρισιού ξεπερνούν πολλές βιβλιοθήκες ιστορίας τέχνης της Ευρώπης. Η εκδοτική του δραστηριότητα είναι εξίσου σημαντική.

iolasΌλα τα παραπάνω είναι λίγα από τα πολλά που συνοδεύουν το όνομα αυτού του ανθρώπου. Ο Ιόλας, παρ' όλες τις δόξες του, διατηρούσε την φρούδη ελπίδα ότι το Ελληνικό κράτος θα ενδιαφερόταν για για όλη αυτή την προσφορά που ήθελε να δώσει...χωρίς αντάλλαγμα μέσα από μια τεράστια συλλογή έργων, και την πρωτοβουλία του να χτίσει ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης όπου θα δώριζε και θα στέγαζε όλα αυτά τα έργα (το χτίσιμο και το σχεδιασμό του επιμελήθηκαν από κοινού ο Τσαρούχης με τον σπουδαίο αρχιτέκτονα Πικιώνη).

Δεν πιστεύω να φαντάζεται κανείς ότι αυτό είχε αίσιο τέλος; ...Δυστυχώς, το ελληνικό κράτος έδειξε για ακόμα μια φορά την ανικανότητα του. Ενώ από τότε ο Ιόλας αντιμετώπιζε προβλήματα από τον τύπο, - χαρακτηριστικό το άρθρο του 1985 στο περιοδικό ΕΙΚΟΝΕΣ όπου ο δημοσιογράφος Δημήτρης Λυμπερόπουλος έγραφε άρθρο με τίτλο «ο γιος του Σατανά» αναφερόμενος στον συλλέκτη- ακόμα και σήμερα η βίλα μένει ένα ερείπιο, όλα τα έργα -αμύθητης αξίας πίνακες και γλυπτά- έχουν κλαπεί/ απομακρυνθεί/ βεβηλωθεί και το κτίριο μένει στο έλεος του...καθενός.

iolasΗ ομάδα Φιλοπάππου, μια πρωτοβουλία εικαστικών που λειτουργεί ως μια οργανική ομάδα από το 2000 (Μάντυ Αλμπάνη, Γιώργος Γιαννακόπουλος, Μαίρη Ζυγούρη, Νίκος Παπαδόπουλος, Τερέζα Παπαμιχάλη, Αγγελική Σβορώνου, ¶ννα Τσουλούφη, Κώστας Χριστόπουλος) ενεργοποιεί χώρους και ασχολείται εδώ και ένα χρόνο περίπου με το ζήτημα αυτό, απλά θέτοντας προβληματισμούς για το μέλλον του οικοπέδου, του σπιτιού και ένα δυο έργων που έχουν μείνει μέσα στο σπίτι -μόνο και μόνο γιατί είναι πολύ βαριά για να μετακινηθούν-. Παράλληλα συλλέγουν πληροφορίες για τον χώρο από τότε που ζούσε ο Ιόλας μέχρι σήμερα. Έχουν επισκεφθεί το χώρο, έχουν φωτογραφίσει την εγκατάλειψη, και τα λιγοστά ρούχα του συλλέκτη που βρέθηκαν παρατημένα...

Το ανοιχτό κάλεσμα της ομάδας Φιλοπάππου για το project 'Αλέξανδρος Ιόλας' δεν είναι τίποτε άλλο από ερωτήματα. Όχι θέσεις ούτε 'κλειστές' απόψεις περί τέχνης. ¶λλωστε, τα ερωτήματα είναι αυτά που προσδιορίζουν τους ορίζοντες προσέγγισης των πραγμάτων. Θέτουν, με άλλα λόγια, τις προϋποθέσεις. Σας καλούμε λοιπόν να ορίσετε τις προϋποθέσεις αρθρώνοντας ερωτήματα, μόνο ερωτήματα, τα δικά σας ερωτήματα σε σχέση με το θέμα 'Αλέξανδρος Ιόλας'.

iolasΕκτός από κάλεσμα, είναι ένα θέμα που απευθύνεται στην κοινότητα των εικαστικών αλλά όχι μόνο, και το σημαντικό που θέτει είναι η βεβήλωση του χώρου, η εγκατάλειψη και οι όποιες τρύπες του συστήματος που το αφήνουν έρμαιο.

Πως θα γίνει αυτός ο χώρος να ενεργοποιηθεί; Να ανήκει στους καλλιτέχνες, να γίνει χώρος εκδηλώσεων και διαλέξεων; Δεν αρκεί μόνο η καλή διάθεση του Δήμου Αγίας Παρασκευής ο οποίος διεκδικεί τον χώρο...

Ο τελευταλιος βαρώνος του μπαρόκ

Ο άνθρωπος που γνώρισε τη δόξα και τη χλιδή ανά τον κόσμο, στον ίδιο υπερθετικό βαθμό που γνώρισε τον ξυπασμό και την μικροπρέπεια στην Ελλάδα.



Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψεις μέσα σε λίγες αράδες τη ζωή ενός μαικήνα της τέχνης και μιας τόσο έντονης προσωπικότητας.
Και είναι εξίσου δύσκολο να καταγράψεις τα συναισθήματα όσων τον συνάντησαν, γιατί όσοι δεν τον λάτρεψαν, τον μίσησαν…

Το ταξίδι από την Αλεξάνδρεια…

Σε ηλικία μόλις 17 ετών, ο Κωνσταντίνος Κουτσούδης, που μεταβαπτίσθηκε σε Αλέξανδρος Ιόλας το 1934 από την εγγονή του Ρούσβελτ, Θεοδώρα, εγκαταλείπει το πατρικό του σπίτι στην Αλεξάνδρεια και έρχεται στην Αθήνα με μοναδικό εφόδιο τρεις συστατικές επιστολές του Καβάφη προς τους: Άγγελο Σικελιανό, Κωστή Παλαμά και Δημήτρη Μητρόπουλο. Η Αθήνα του ’27 ήταν όμως πολύ μικρή για μια προσωπικότητα σαν τον Αλέξανδρο Ιόλα και όπως αποδείχθηκε αργότερα, ούτε οι μετέπειτα εποχές άντεξαν το ταμπεραμέντο και την ιδιοσυγκρασία του.
Ο Ιόλας ξεκίνησε την καριέρα του πρώτα ως χορευτής, μετέπειτα ως διευθυντής μπαλέτου και τελικά ως γκαλερίστας με αφετηρία τη Νέα Υόρκη και επόμενους σταθμούς το Παρίσι, τη Γενεύη, το Μιλάνο, το Λονδίνο, τη Μαδρίτη, τη Ζυρίχη, τη Βηρυτό, τη Θεσσαλονίκη. Ο Ιόλας έζησε τη ζωή του με ένταση και πάθος και κατέληξε να ζει στο περιθώριο με κόστος την ίδια του τη ζωή για έναν και μόνο λόγο: την αγάπη του για την Ελλάδα. Γνώρισε τη δόξα, την αποδοχή, τη χλιδή, τον ξυπασμό και την μικροπρέπεια και το όνομά του συνδέθηκε με τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του κόσμου. Όταν του έλεγαν πως μεταχειρίζεται την τέχνη και εκμεταλλεύεται τους καλλιτέχνες για να πλουτίζει, εκείνος απαντούσε: «εκμεταλλεύομαι την τέχνη για να μη χαθεί». Μα ο Ιόλας δεν αγαπούσε απλά την τέχνη, ζούσε και ανάσαινε μέσα από αυτήν και ευεργετούσε τους καλλιτέχνες του. Τους αγαπούσε και πάντα τους έκοβε ένα τσεκ με το τριπλάσιο ποσό από αυτό που περίμεναν ως αμοιβή.

Οι καλλιτέχνες της ζωής του

Πολλά από τα ηχηρά ονόματα της τέχνης οφείλουν την αναγνώρισή τους στον Αλέξανδρο Ιόλα. Ο Πάμπλο Πικάσο, ο Μαξ ΄Ερνστ, ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο, ο Νταλί, ο Άντυ Γουόρχολ, ο Τάκις, ο Ακριθάκης, ο Τσαρούχης, ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Πανιάρας και ακόμη πολλά ονόματα, τόσο του εξωτερικού όσο και της Ελλάδας, χρωστάνε πολλά σε αυτόν τον μαικήνα. Η σχέση του Ιόλα με τους καλλιτέχνες του ήταν κάτι παραπάνω από μια επαγγελματική σχέση. Δενόταν μαζί τους με μια σχέση σχεδόν γονική.
Όταν συναντήθηκα με τον Νίκο Σταθούλη, βιογράφο του Αλέξανδρου Ιόλα, μου έκανε εντύπωση ένα γράμμα του Ακριθάκη προς τον Ιόλα που μου διάβασε, που εξηγούσε την οικονομική του κατάσταση και του ζητούσε απεγνωσμένα ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό. Δεν ζητούσε από έναν εργοδότη κάποια χρήματα. Μέσα στο γράμμα σκιαγραφείται η σχέση που είχε αναπτύξει ο Ιόλας με τους καλλιτέχνες του. Μια σχέση που υπερέβαινε τους δεσμούς της συνεργασίας και της φιλίας. Ήταν μια σχέση αλληλοεξάρτησης.
Βέβαια, σε αυτές τις σχέσεις με τις δυνατές συγκινήσεις, οι αντιπαραθέσεις και οι συγκρούσεις ήταν αναπόφευκτες. Ο Κώστας Τσόκλης ήταν ένας από τους καλλιτέχνες που κάποια στιγμή απηύδησε από την προσωπικότητα του Ιόλα. «Έχω μέσα μου κάτι μεταξύ θυμού και αηδίας για τον Ιόλα», εξομολογείται στον Ν. Σταθούλη. «Ήθελε όλους τους καλλιτέχνες σαν παιδιά της παρέας του...τους χρησιμοποίησε ανενδοίαστα». Και φυσικά το γεγονός αυτό δεν ήταν μοναδικό στα χρόνια που μεσουρανούσε ο Ιόλας. Ο Ιόλας όμως ήταν Ιόλας, όπως παραδέχεται και ο ίδιος ο Τσόκλης: «Με έπαιρνε τηλέφωνο και μου ‘λεγε –Κώστα, έχεις λεφτά παιδί μου; Έλα να σου δώσω 10.000 δολάρια- Αυτά δεν τα κάνει άλλος άνθρωπος». Αυτός ήταν ο Ιόλας, δεν ήταν ένας μέσος άνθρωπος. Άλλωστε δεν θα άντεχε κάτι τέτοιο, ο Ιόλας ήταν Ιόλας.

Ψάχνοντας κομμάτι Ελλάδας…στην Ελλάδα

Η δεκαετία του ’60 βρίσκει τον Ιόλα να επισκέπτεται με μεγαλύτερη συχνότητα την Ελλάδα. Ο κρυφός του πόθος για την ιδιαίτερη πατρίδα του δεν έλεγε να σβήσει. Ο Ιόλας δεν γνώρισε ποτέ την πραγματική Ελλάδα. Έζησε με την ιδέα του Αριστοτέλη, του Πλάτωνα, του Περικλή. Αυτό ήταν και το μεγαλύτερο λάθος του. Δεν πίστεψε ποτέ πως η χώρα του Σωκράτη δεν είχε καμία σχέση με την αίγλη που διάβαζε στα αρχαία βιβλία και αποστρέφεται οτιδήποτε τείνει να ξεχωρίσει.
Σε ένα από τα ταξίδια του, στο σπίτι του Κριστιάν Ζερβός, γνωρίζει ένα γεροντάκι, τον Δημήτρη Πικιώνη και γίνονται καλοί φίλοι. Τότε ήταν που πήρε την απόφαση να κτίσει το σπίτι στην Ελλάδα, με σκοπό κάποια στιγμή να εγκατασταθεί μόνιμα. Η πρώτη περιοχή που του πρότειναν για το σπίτι ήταν η Γλυφάδα. Η Γλυφάδα του ’60, χωρίς ίχνος από μπουζουξίδικα, χωρίς τίποτα να θυμίζει τη σημερινή της εικόνα. Εν τέλει, αγόρασε ένα οικόπεδο, χωρίς όμως προηγουμένως να έχει δει την περιοχή και στη συνέχεια το χάρισε σε ένα φίλο του γιατί δεν του άρεσε διόλου. Μετά τον πήγαν σε ένα κτίριο στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας. «Ω, Θεέ μου» αναφώνησε, «τι απαίσιο μέρος, σακαράκα σκέτη». Στη συνέχεια του έδειξαν την Κηφισιά. Φευ! Ο Ιόλας ήθελε απεγνωσμένα κάτι που να θυμίζει Ελλάδα και όχι μια ρεπλίκα της εξευρωπαϊσμένης κουλτούρας.
Μια μέρα, πηγαίνοντας στο σπίτι του Λεβίδη με το αυτοκίνητό του, βρέθηκε έπειτα από ένα ατυχές γεγονός με τον υπασπιστή του βασιλιά στην ιδανική τοποθεσία για να κτίσει επιτέλους το πολυπόθητο σπίτι. Η Αγία Παρασκευή, ερημική, γεμάτη αμπέλια. «Εδώ θέλω να κάμω το σπίτι μου» είπε ο Ιόλας. Αγόρασε τότε από τον Βρετό λίγα στρέμματα γης και αργότερα πήρε άλλα εικοσιπέντε στρέμματα. Το μεγάλο του όνειρο είχε ήδη μπει σε τροχιά, δυστυχώς ξέφρενη και απρόβλεπτη.

Ένα ανάκτορο στην Αγία Παρασκευή

Η Αγία Παρασκευή τότε δεν είχε ούτε νερό, ούτε ρεύμα, ούτε τηλέφωνο, ούτε καν δρόμους. Δίνοντας στο δήμο ένα κομμάτι από το οικόπεδό του, ανοίχτηκε εν τέλει ο δρόμος που περνάει μπροστά από το σπίτι.
Αρχιτέκτονας του σπιτιού ήταν ο Πικιώνης με βοηθό του τον Τσαρούχη και ήθελε να κάνει το σπίτι σε μακεδονικό ρυθμό. Ο Ιόλας και μόνο στη σκέψη πως θα καθόταν σε ξύλινους καναπέδες, τον έπιανε πανικός. Έτσι, είπε στον Πικιώνη να κτίσει το εξωτερικό μέρος και τους εσωτερικούς χώρους θα τους διαμόρφωνε ο ίδιος. Την σκυτάλη από τον Πικιώνη πήρε ο ζωγράφος Μετζελόπουλος, ο οποίος έκανε τα αρχικά σχέδια και το πλακόστρωτο. Ο Ιόλας είχε ήδη φέρει τις κολόνες από τη Ραβένα, το λιοντάρι και τον κρυό, που είχε στο πλακόστρωτο από την Άνω Ιταλία. Στο χώρο αυτό ήθελε να φτιάξει ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης, όπου τα νέα παιδιά θα έρχονταν σε επαφή με την τέχνη.
Το σπίτι σιγά - σιγά έπαιρνε τη μορφή ενός παλατιού. Ο Ιόλας έφερνε μετά μανίας τα καλύτερα έργα των καλλιτεχνών του για να κοσμήσουν τους τοίχους του σπιτιού. Ο μουσειακός του χαρακτήρας γινόταν αντιληπτός από το κατώφλι κιόλας. Μια μεγαλεπήβολη πόρτα, φτιαγμένη από χρυσάφι και μπρούντζο, χτυπημένη από τον Καρδαμάτη, σφράγιζε την είσοδο του σπιτιού.
Το εσωτερικό, επενδυμένο με πάλλευκο πεντελικό μάρμαρο, θύμιζε πραγματικά αρχαιοελληνικό ανάκτορο. Ήταν αδιανόητο να συνδυάσει ο ανθρώπινος νους τόσο αρμονικά τα έργα των μοντέρνων καλλιτεχνών με αγάλματα της αρχαιοελληνικής περιόδου. Τα δωμάτια χωρισμένα σε ρυθμούς και αφιερωμένα σε καλλιτέχνες ήταν σαν αίθουσες μουσείου τέχνης. Στα παράθυρα, κουρτίνες καμωμένες από λυωνέζικο μετάξι και αρχαία βασιλικά έπιπλα με ελληνικά βάζα, τοποθετημένα και εναρμονισμένα με περίσσια τέχνη. Ήταν ένα θαύμα, που μόνο ο Ιόλας μπορούσε να φέρει σε πέρας.
Το υπνοδωμάτιό του ήταν διακοσμημένο με ελληνικά και ρωμαϊκά αγάλματα. Εκεί είχε και το πέτρινο άγαλμα του Ραμσή, το πιο όμορφο απόκτημα που είχε. Κοιμόταν πάντοτε μαζί του και δε μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτό. Κάθε πρωί στεκόταν μπροστά από τον κορμό του, του έδινε ένα φιλί και ξεκινούσε τη μέρα του.
Στις τριάντα μαρμάρινες αίθουσες του σπιτιού, ο Ιόλας φιλοξενούσε τα 10.000 έργα τέχνης που είχε αποκτήσει. Για να γυρίσεις αυτό το σπίτι και να κατανοήσεις την αισθητική του χρειαζόσουν οπωσδήποτε ξεναγό. Το ρόλο του ξεναγού λοιπόν, έπαιρνε η κυρία Σούλα, η οικονόμος και μοναδική συντροφιά του Αλέξανδρου σε αυτή την έπαυλη. Από την αντίδραση του Νίκου Σταθούλη την πρώτη φορά που βρέθηκε στο σπίτι του Ιόλα, μπορεί να καταλάβει κάποιος την επιβολή που σου δημιουργούσε ο χώρος. «Είχα καθυστερήσει στο ραντεβού με τον Ιόλα. Όταν έφτασα μου άνοιξε η κ. Σούλα και ο Ιόλας είπε με μια πραότητα –Πού ήσουν παιδί μου; Άργησες. Η κ. Σούλα έπειτα από παράκληση του Ιόλα με ξενάγησε στο σπίτι. Οι πόρτες διαδέχονταν η μία την άλλη, ανεβαίναμε και κατεβαίναμε σκάλες ανάμεσα σε πίνακες και γλυπτά μοναδικής αξίας. Στο τέλος, με οδήγησε στην υπόγεια γκαρνταρόμπα. Ένα δωμάτιο με ντουλάπια σε όλους τους τοίχους, με εκατοντάδες πουκάμισα, πουλόβερ, αμέτρητα κουστούμια, εντυπωσιακές γούνες και παπούτσια σε όλα τα χρώματα και σχέδια. Εκεί αγανάκτησα, ένιωσα έναν κορεσμό, τρόμαξα κατά έναν τρόπο. Αναφώνησα -Σκατά!- και έφυγα τρέχοντας, πηδώντας τα κάγκελα.» Το σπίτι ήταν ένας ζωντανός μύθος, ένα παλάτι που θα ζήλευαν ακόμα και βασιλείς.

Η αντίστροφη μέτρηση

Δυστυχώς, το πάθος και η αγάπη του για την Ελλάδα δεν ήταν αρκετά για να τον κάνουν αποδεκτό και αρεστό στους Έλληνες. Η παραμικρή αφορμή ήταν αρκετή για να ξεσπάσει όλεθρος. Η αφορμή δεν άργησε να έλθει. Άλλωστε ο Ιόλας ήταν απρόβλεπτος, υπερβολικός και είχε ένα αμερικάνικο, ιδιαίτερο χιούμορ που σε ξάφνιαζε. Ένα χιούμορ που δεν μπόρεσαν ποτέ να καταλάβουν οι Έλληνες.
Ο Ιόλας είχε περιμαζέψει έναν τραβεστί, που είχε διώξει ο Τσαρούχης, με το ψευδώνυμο «Μαρία Κάλλας», για να κάνει θελήματα στο σπίτι. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αντώνης Νικολάου και όπως έλεγε ο Ιόλας ήταν η προσωποποίηση της ελληνικής δυστυχίας. Όλα ξεκίνησαν όταν άρχισαν να εξαφανίζονται αντικείμενα από το σπίτι, με κορύφωση την εξαφάνιση ενός πανάκριβου βυζαντινού σταυρού. Ο Ιόλας πανικοβλήθηκε και τον συμβούλεψαν να στείλει ανθρώπους να ψάξουν τα σπίτια αυτών που ερχόντουσαν σε συχνή επαφή μαζί του. Όλα τα κλοπιμαία βρέθηκαν στο σπίτι της «Κάλλας». Ο Ιόλας τον έδιωξε και η «Κάλλας» άρχισε να απειλεί πως θα διαδώσει στον τύπο ότι είναι αρχαιοκάπηλος και πως στη βίλλα του γίνονται όργια με ναρκωτικά. Με τον καιρό οι απειλές γίνονταν όλο και πιο επίμονες. Σε λίγο, άρχισαν και τα τηλεφωνήματα από τους δημοσιογράφους. Το πρώτο σκάνδαλο είδε το φως της δημοσιότητας την ημέρα των γενεθλίων του Ιόλα στον Ελεύθερο Τύπο. Το δημοσίευμα ήταν ανώνυμο και δεν δόθηκαν περαιτέρω προεκτάσεις, αλλά στη συνέχεια τα πράγματα έγιναν πιο σκληρά και το ένα δημοσίευμα διαδέχονταν το άλλο. Η Αυριανή φιλοξενούσε στα πρωτοσέλιδά της τους πιο χυδαίους χαρακτηρισμούς, δημοσίευσαν ακόμη και το τηλέφωνό του προτρέποντας τον κόσμο να πάρει και να τον βρίσει. Ο δημοσιογράφος Αντώνης Στρατής προειδοποιούσε τον Ιόλα ότι θα τον κηρύξουν ανεπιθύμητο πρόσωπο για την Ελλάδα. Ο ίδιος ο Ιόλας εξομολογείται στον Νίκο Σταθούλη, τον Ιούλιο του 1985, όταν η Αυριανή είχε αρχίσει να γράφει τις «ροζ» ιστορίες: «Ζω το θάνατό μου». Δεν έπεσε έξω, η αντίστροφη μέτρηση είχε ήδη ξεκινήσει.

Οι τελευταίες στιγμές

Την ίδια περίοδο η Ευρώπη παρακολουθούσε παγωμένη το διασυρμό του μαικήνα. Οι βολές είχαν στραφεί εκτός του Ιόλα και κατά του Μάνου Χατζιδάκι και του Τσαρούχη. Αυτή η ανεξέλεγκτη κατάσταση ώθησε τον Κώστα Γαβρά να συντάξει μία έκκληση, η οποία θα απευθυνόταν στη συνείδηση των Ελλήνων. Το κείμενο υπέγραψαν εκατόν πενήντα περίπου προσωπικότητες της οικονομίας, της πολιτικής, των τεχνών, ακόμη και ο ίδιος ο Μιτεράν υπέγραψε. Το κείμενο βέβαια δεν φιλοξενήθηκε από καμία εφημερίδα του ελληνικού τύπου, με εξαίρεση την Καθημερινή, την ίδια στιγμή που οι μεγαλύτερες εφημερίδες της Ευρώπης αποκήρυτταν τον διασυρμό.
Οι «αποκαλύψεις» και οι κατηγορίες της «Μαρίας Κάλλας» οδήγησαν τον Εισαγγελέα να κάνει αγωγή στον Αλέξανδρο Ιόλα. Στα ογδόντα του χρόνια ο Αλέξανδρος Ιόλας γνώρισε τον διασυρμό και το μίσος των ανθρώπων. Η τραγική ειρωνεία είναι πως γνώρισε το διασυρμό από έναν λαό που είχε εξιδανικεύσει. Ένα διασυρμό που κλόνισε ανεπανόρθωτα τη υγεία του. «Ήταν ένα είδος σκύλου, ο οποίος αφού έκανε τη βόλτα του στον κόσμο, ήρθε στον τόπο του να πεθάνει», λέει ο Κώστας Τσόκλης.
Την Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου του 1987 ο Ιόλας αναχώρησε με τη συνοδεία της αδελφής του για να κάνει εξετάσεις στο Μιλάνο. Στις 24 Φεβρουαρίου βγήκε το πόρισμα, έπασχε από ΕΪΤΖ. Ο θάνατος του Άντυ Γουόρχολ συνθλίβει ακόμη περισσότερο τον Ιόλα. Στις 8 Απριλίου, η αδελφή του Νίκη Στάιφελ, παράφορα ερωτευμένη μαζί του, υπέβαλε αίτηση στο Ειρηνοδικείο Χαλανδρίου, προκειμένου να διορισθεί επίτροπος της περιουσίας του Ιόλα. Η αίτηση έγινε δεκτή.
Στις 21 Απριλίου ο Ιόλας μεταφέρθηκε στη Νέα Υόρκη όπου και τον απομονώνουν. Είχε καταρρεύσει εντελώς. Τρεφόταν μόνο με τοματόζουμο και είχε μείνει 50 κιλά.
Στις αρχές Ιουνίου του 1987 η συλλογή από το σπίτι είχε εξαφανισθεί. Τα πάντα είχαν λεηλατηθεί. Στις 8 Ιουνίου, στις 6:20 το πρωί ο Αλέξανδρος Ιόλας άφησε την τελευταία του πνοή. Στην κηδεία του δεν παρευρέθηκε κανείς.

Σήμερα

Το σπίτι του Αλέξανδρου Ιόλα, που φιλοξένησε πέραν των αμύθητων έργων τέχνης, κορυφαίες προσωπικότητες της ελληνικής όσο και της παγκόσμιας ελίτ, το μουσείο που δεν πρόλαβε ποτέ να δωρίσει στην Ελλάδα, βεβηλώθηκε πολλάκις και λεηλατήθηκε από τη φιλαργυρία των κληρονόμων.
Το οίκημα πουλήθηκε αργότερα από τους κληρονόμους σε μία κατασκευαστική εταιρεία. Το 1994 ξεκινούν οι διαδικασίες για την προστασία του, με πρωτοστάτες το Δήμο Αγίας Παρασκευής και τον Νίκο Σταθούλη. Ο Δήμος τοποθετεί συμβολικά ένα λουκέτο στην είσοδο. Οι βεβιασμένες ενέργειες εν τέλει γλιτώνουν το σπίτι από βέβαιη κατεδάφιση. Το 1998 η οικεία Αλέξανδρου Ιόλα κρίνεται διατηρητέα, επομένως χάνει πάσαν αξία για την κατασκευαστική εταιρεία. Το σπίτι, βέβαια, τελεί υπό πλήρη εγκατάλειψη και η βεβήλωση συνεχίζεται αδιακρίτως.
Το 2002, μία προσπάθεια του Δήμου Αγ. Παρασκευής απαλλοτρίωσης του οικήματος έπεσε στο κενό. Αυτό γιατί η απαλλοτρίωση θα γινόταν για να χρησιμοποιηθεί το κτίριο από την Πολιτιστική Ολυμπιάδα, χρήση η οποία δεν προχώρησε κι έτσι την ίδια χρονιά έγινε ανάκληση της απαλλοτρίωσης. Σύμφωνα με τον Νίκο Σταθούλη, διακόσια έργα τέχνης έχουν κατασχεθεί και φυλάσσονται σε μία αποθήκη στον Πειραιά. Αυτή ίσως είναι και η μοναδική ελπίδα για τη δημιουργία του μουσείου «Αλέξανδρος Ιόλας». Αυτή είναι άλλωστε και η υπόσχεση που έδωσε στον εαυτό του ο Νίκος Σταθούλης, μετά το θάνατο του Αλέξανδρο Ιόλα.

Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε*

*δανεισμένο από τον Αλ. Καμύ

Ευχαριστώ τον Νίκο Σταθούλη για την πολύτιμη βοήθειά του και για την παραχώρηση του φωτογραφικού υλικού και τον εκδοτικό οίκο Λιβάνη.

Αλέξανδρος Ιόλας... Για να θυμόμαστε...

Ο Κωνσταντίνος Κουτσούδης, γιος του Ανδρέα έμπορου βαμβακιού από τη Χίο και της Περσεφόνης μιας όμορφης γυναίκας, γεννιέται στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το Μάρτιο του 1908. Νονός του γίνεται ο Κων/νος Τσαλδάρης. Από νωρίς βιώνει μέσα στο σπίτι του το ξύλο, την τιμωρία και τη επιβολή της τάξης από τον πατέρα του και τη γιαγιά του. Τον πρωτότοκο γιό της οικογένειας ακολουθούν η Νίκη, ο Δημήτρης και η Ηρώ. Μεγαλωμένος σε αστικό περιβάλλον αγοράζει και μελετάει βιβλία, ενώ μαθαίνει πιάνο. Μια παράσταση της Κοτοπούλη τον επηρέασε θετικά για την Ελλάδα, την οποία θέλει να επισκεφτεί πάση θυσία. Γνωρίζει τον Καβάφη, ο οποίος του δίνει τρεις συστατικές επιστολές, για τον Παλαμά, τον Σικελιανό και τον Μητρόπουλο. Με τις λιγοστές του οικονομίες και τις επιστολές στην τσέπη το σκάει από το σπίτι του και έρχεται στην Ελλάδα το Νοέμβριο του 1927. Μένει σε ένα δωμάτιο στην οδό Αριστοτέλους, το ενοίκιο του οποίου πληρώνει η Ναυσικά Παλαμά. Ανεβαίνει συχνά στην Ακρόπολη, όπου του αρέσει να χορεύει, ενώ κάποια στιγμή τον φωτογραφίζει εκεί η Νέλλυ. Ο Μητρόπουλος του δίνει συστατική επιστολή για τον Πάνο Αραβαντινό στη Γερμανία, ενώ ο Σικελιανός τον βοηθάει να πάει στη ρομαντική Ιταλία όπου και παραμένει για κάποιο χρονικό διάστημα. Είναι η αρχή της εποχής του Μουσολίνι. Επόμενος σταθμός το κοσμικό και σικ Βερολίνο, όπου αρχίζει περισσότερο να ασχολείται με το χορό. Μετά από οντισιόν γίνεται κορυφαίος χορευτής στην όπερα του Σάλτσμπουργκ στο έργο Ορφέας και Ευρυδίκη. Επιστρέφει στο Βερολίνο και φοιτά στη σχολή χορού του ρώσου Γκσόβκσι. Το 1933, παραμονές Χριστουγέννων, φτάνει στο Παρίσι και γράφεται στη σχολή χορού της Εγκόροβα, όπου σπουδάζει με υποτροφία. Είναι ιδιαίτερα κοινωνικός, συναναστρέφεται την καλή κοινωνία του Παρισιού, πoζάρει ως μοντέλο στον Ραούλ Ντιφί, δίνει τις τρίχες του στον Αντουάν να τις κάνει βλεφαρίδες για την Γκάρμπο, κλπ. Αγοράζει τον πρώτο του πίνακα από τον ίδιο τον Ντε Κίρικο, ο οποίος διατηρούσε την γκαλερί «4 δρόμοι». Γνωρίζει τον Ζαν Κοκτώ, τον οποίο και ερωτεύεται. Το 1935 φτάνει στη Νέα Υόρκη μετά από πρόσκληση της Φλώρας Μέγιερ και παίρνει αμερικάνικο διαβατήριο. Πηγαίνει για λίγο καιρό στην όπερα του Άμστερνταμ και ξαναγυρίζει στην Αμερική αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση των μπαλέτων του μαρκήσιου ντε Κουέβας, ντεπουτάρει με το Μπαλασίν και προτείνει τα σουρεαλιστικά σκηνικά του Μιρό και του Ντιφί. Το 1940 χορεύει για τελευταία φορά.
Η συναναστροφή του με τους παριζιάνους σουρεαλιστές τον ωθούν να ασχοληθεί με την τέχνη. Ο χορός τον έχει κουράσει, η τέχνη τον έχει πλέον συνεπάρει. Φεύγει από τη Ν. Υόρκη και επιστρέφει στο Παρίσι για να γνωρίσει τον Βόλς και τον Φοτριέ. Η ζωή του από εδώ και πέρα είναι ένα συνεχές ταξίδι, κυρίως μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής. Με τη βοήθεια της δούκισσας ντε Γκραμόν, ανοίγει το 1944την πρώτη του γκαλερί στην 55η λεωφόρο της Νέας Υόρκης με το όνομα «Hugo Gallery». Η Θεοδώρα Ρούσβελτ, επηρεασμένη από τους μύθους του Ηρακλή, του αλλάζει το όνομα από Κων/νος Κουτσούδης σε Αλέξανδρος Ιόλας. Εξαιτίας του πολέμου πολλοί καλλιτέχνες πηγαίνουν στην Αμερική. Δίνει χρήματα με το μήνα στους καλλιτέχνες του ώστε να τους κάνει να δουλεύουν γι αυτόν, ενώ τους κλείνει συμβόλαια που αργότερα γίνονται και ετήσια. Ανήκει σε αυτούς που σε μεγάλο βαθμό επέβαλαν το σουρεαλισμό στην Αμερική και αργότερα σε όλο τον κόσμο.
Μερικοί από τους καλλιτέχνες που συνεργάστηκε είναι: Ρενέ Μαγκρίτ, Μαν Ρέι, Μαξ Έρνστ, Δοροθέα Τάνινγκ, Φερνάν Λεζέ, Κόπλει, Ζαν Κοκτώ, Ντε Κίρικο, Ιβ Κλάιν, Μάτα, Φερνάντεζ, Βίκτωρ Μπράουνερ, Μάρσιαλ Ράις, Άντυ Γουόρχολ, Ρενό, Φινότι, Κουνέλλης, Μάρα Καρέτσου, Λεονόρ Φίνι, Αρμάν, Πασκάλι, Λαλάν, Κρίπα, Φασιανός, Παύλος, Γουναρόπουλος, Τάκις, Μαρίνα Καρέλα, Αλέξης Ακριθάκης, Λαζόγκας, Τσόκλης και Κώστας Πανιάρας.
Με το πέρας του πολέμου πολλοί από τους συνεργάτες του καλλιτέχνες επιστρέφουν στην Ευρώπη. Έτσι, αναγκάζεται να ανοίξει γκαλερί αρχικά στη Γενεύη και μετά στο Παρίσι, τη Ζυρίχη, το Μιλάνο, τη Μαδρίτη, τη Ρώμη, την Αθήνα (κατά τη διάρκεια της δικτατορίας σε συνεργασία με τον Τάσο Ζουμπουλάκη), το Λονδίνο (1981) και τη Βηρυτό. Ο ίδιος έλεγε για τους καλλιτέχνες του πως «άλλοι κουράζονται και σπάνε τα συμβόλαια και άλλοι δεν τα “σπασαν” και μπαίνουν σε μουσεία». Ανεβάζει τις τιμές των έργων από 100 σε 100.000 δολάρια. Οι κριτικοί πολλές φορές τον κατηγορούν ότι συμπεριφέρεται σκληρά απέναντι στους καλλιτέχνες του. Το 1943 παίρνει την αμερικάνικη υπηκοότητα. Η οικογένεια του τον έχει ήδη ξεγράψει. Σχέσεις διατηρεί μόνο με την αδερφή του Νίκη, η οποία τον ζηλεύει, φιλονικεί με τους συνεργάτες και τους φίλους του, γίνεται ένα μεγάλο εμπόδιο στη ζωή του από το οποίο όμως δεν μπόρεσε ποτέ να απαλλαγεί, ενώ εκείνη παντρεύεται τον Αρθούρο Στάιφελ, ο οποίος βοηθάει οικονομικά όποτε χρειαστεί τον Ιόλα. Η σχέση του με την αδερφή του Νίκη θα μπορούσε να διαβαστεί και ως σχέση εξάρτησης.
Οργανώνει τις συλλογές της Ντομινίκ ντε Μενίλ (σήμερα βρίσκεται στο Χιούστον του Τέξας), Σαλμπερζέ, Τζιάνι Ανιέλλι, του Σάχη της Περσίας, μέρος της Συλλογής Ροκφέλερ, ενώ βοηθάει με τις δωρεές του το Μητροπολιτικό μουσείο της Νέας Υόρκης και το Μπομπούρ στο Παρίσι. Το 1984 δώρισε 47 έργα του στο Μακεδονικό μουσείο σύγχρονης τέχνης. Το γαλλικό κράτος του απένειμε το «παράσημο της λεγεώνας της τιμής».
Το 1965 αγοράζει ένα οικόπεδο 25 στρεμμάτων (καλυμμένο με αμπέλια τότε) από κάποιον Βρεττό και ξεκινάει να φτιάχνει το σπίτι του στην Αγία Παρασκευή με αρχιτέκτονα τον Πικιώνη, που πήρε για βοηθό του τον Γ. Τσαρούχη. Ο ίδιος λέει: «πάντα ήθελα να γυρίσω στην Ελλάδα, να βοηθήσω τον τόπο που ξεστράβωσε τον κόσμο, ήταν η υπόσχεση μου που είχα δώσει στο Σικελιανό και στο Μητρόπουλο». Θέλει να κάνει το σπίτι του ένα είδος ινστιτούτου για τη σύγχρονη τέχνη. Δεν συμφωνεί απόλυτα με τα σχέδια του Πικιώνη και το εσωτερικό του σπιτιού αναλαμβάνει να το διαμορφώσει ο ίδιος. Φέρνει κολόνες για τον κήπο από τη Ραβέννα, καθώς επίσης το λιοντάρι και το κριάρι που διακοσμούν την είσοδο, η οποία είναι από χρυσάφι και μπρούντζο χτυπημένη από τον Καρδαμάτη και κουρτίνες από Λυωνέζικο μετάξι. Έρχονται και οι γονείς του από την Αίγυπτο και ο πατέρας του αναλαμβάνει να είναι αρχικά ο επιστάτης του σπιτιού. Στη συνέχεια ο Μεντζελόπουλος αντικαθιστά τον Πικιώνη. Ονειρεύεται τη Βίλλα ως ένα από τα λίγα μνημεία σύγχρονης τέχνης. Μέρος του κτήματος το παραχωρεί για να γίνει δρόμος. Αρχίζει και κλείνει τις γκαλερί του. Αυτή της Ν. Υόρκης την χαρίζει στον πρώην εραστή του Μπρους Τζάκσον. ΄Ολη η κοσμική Αθήνα περνάει από το σπίτι του. Καλλιτέχνες και άλλοι καταφτάνουν συνέχεια στη βίλλα, που την αναπροσαρμόζει συνεχώς ανάλογα με τους επισκέπτες του. Έχει το σχέδιο να χαρίσει το υπόλοιπο των στρεμμάτων του στους καλλιτέχνες του για να είναι κοντά του. Πρώτος ο Παύλος αποκτάει το μέρισμα. Το 1981 παθαίνει το πρώτο έμφραγμα, χειρουργείται και στη συνέχεια μένει οριστικά στην Ελλάδα. Για την οριστική εκτέλεση του ονείρου του, την δημιουργία ενός Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, έρχεται σε επαφή με τον αρχιτέκτονα Ναμ Γιού Πέι. Αρχίζει να δέχεται απειλητικά τηλεφωνήματα για να φύγει από την Ελλάδα. Το 1983 δίνει μια συνέντευξη στη δημοσιογράφο Όλγα Μπακομάρου για λογαριασμό του περιοδικού Γυναίκα, γεγονός που στέκεται μοιραίο για τον ίδιο. Από εκείνη τη στιγμή και μετά ξεκινάει ο πόλεμος των μέσων εναντίον του και η σπίλωσή του, πράγμα που τον εξουθενώνει (τον κατηγορούν μεταξύ άλλων για αρχαιοκαπηλία, πορνεία, ναρκωτικά). Ένας τραβεστί, ο Αντώνης Νικολάου, επονομαζόμενος και «Μαρία Κάλλας», σκορπίζει στον ελληνικό τύπο κακές φήμες για τον Ιόλα. Παραχωρεί τρία στρέμματα από το οικόπεδό του στο δήμο της Αγίας Παρασκευής προκειμένου να γίνει «Πλατεία της Τέχνης», ώστε να παίζουν τα μικρά παιδιά ανάμεσα στα σύγχρονα γλυπτά. Οι Έλληνες καλλιτέχνες από το φόβο του τύπου τον αποφεύγουν. Ο Κώστας Γαβράς από τη Γαλλία αναλαμβάνει πρωτοβουλία να συντάξει μια έκκληση που θα απευθύνεται στη συνείδηση των ελλήνων. Το κείμενο υπογράφεται από 150 προσωπικότητες (καλλιτέχνες, υπουργούς πολιτισμού, διευθυντές μουσείων, ακόμη και από τον ίδιο τον Μιτεράν) και αποστέλλεται στις ελληνικές εφημερίδες. Καμία -με εξαίρεση την Καθημερινή- δεν το δημοσιεύει. Ο Ιόλας ανακαλύπτει ότι πάσχει από Αids. Αυτή την περίοδο (1985), ο Άντι Γουόρχολ ετοιμάζει το Μυστικό Δείπνο μετά από προτροπή του Ιόλα. Θα τον εκθέσει στον καινούριο «αντιγκαλερί» χώρο στο Μιλάνο, στο παλλάτσο Στελλίνε. Την επομένη των εγκαινίων ανακαλύπτει την ύπαρξη μιας μαφιόζικης εταιρείας με το όνομα «General Trade Alexander Iolas» που είχε συσταθεί προκειμένου να κερδίσει χρήματα εκμεταλλευόμενη το όνομά του και κινείται νομικά απέναντί της. Το Φεβρουάριο του 1987, μετά την περαιτέρω επιδείνωση της υγείας του Ιόλα, η Νίκη απαγορεύει τις επισκέψεις στο σπίτι του. Ο Ιόλας φεύγει για την Ιταλία προκειμένου να κάνει εξετάσεις και στη συνέχεια εισάγεται σε νοσοκομείο στη Ν. Υόρκη. Στις 10 Μαρτίου η αδελφή του Νίκη προσφεύγει με αίτησή της στο Ειρηνοδικείο Χαλανδρίου ζητώντας να διαταχθεί η σφράγιση των πραγμάτων στο σπίτι του Ιόλα, ενώ στις 8 Απριλίου κάνει αίτηση να διοριστούν επίτροποι η ίδια και η κόρη της, όπως και γίνεται. Ο Ιόλας επιστρέφει στην Αθήνα αλλά διαμένει στο σπίτι της αδερφής του. Από την ημέρα που η Νίκη γίνεται επίτροπος, η Βίλα Ιόλα αρχίζει να αδειάζει, τα έργα μεταφέρονται σπίτι της και άλλα συσκευάζονται προκειμένου να φυγαδευτούν στο εξωτερικό. Στις 21 Απριλίου εισάγεται ξανά σε νοσοκομείο της Ν. Υόρκης και στις 8 Ιουνίου πεθαίνει. Η σωρός του κάηκε και η στάχτη του έφτασε λίγες μέρες αργότερα και ετάφη στο νεκροταφείο της Αγίας Παρασκευής, σε ειδικό τάφο που είχε παραχωρήσει ο Δήμος για τους ευεργέτες.

Δημοπρατούνται έργα της Συλλογής Αλέξανδρου Ιόλα

Τα προσωπικά αντικείμενα αλλά και έργα τέχνης του αείμνηστου Αλέξανδρου Ιόλα θα δημοπρατηθούν από γνωστό Οίκο Δημοπρασιών του εξωτερικού.
Τα προς δημοπράτηση έργα και προσωπικά αντικείμενα, βρίσκονται στη κατοχή του βιογράφου του Αλέξανδρου Ιόλα Νίκου Σταθούλη, και έχουν παρουσιασθεί στο κοινό σε τρεις εκθέσεις που οργάνωσε η γκαλερί του DOWN TOWN ART GALLERY .
Την απόφαση για την δημοπράτηση των πολύτιμων αντικειμένων πήρε ο Νίκος Σταθούλης, εξ΄αιτίας της πρωτοφανούς αδιαφορίας του Υπουργείου Πολιτισμού για τη διάσωση του Μουσείου του Συλλέκτη, στο οποίο ήθελε να τα προσφέρει...

Αγωγή 250 000 Ευρώ

Κέρδισε τελικά την αγωγή που είχαν κάνει οι BONHAMS εναντίον του κριτικού και εμπόρου τέχνης Νίκου Σταθούλη, ζητώντας του 250 000 ευρώ επειδή σε τηλεοπτική του εμφάνιση είχε υποστηρίξει ότι οι Οίκοι Δημοπρασιών δεν αγαπούν τη τέχνη αλλά τα χρήματα.....

Art crisis???

Last month, New York Mayor Rudolph Giuliani brought out his well-worn anti-art diatribes again, when he heard that the Brooklyn Museum, his favorite target, was displaying a large, five-panel photographic work, titled Yo Mama's Last Supper, in which a naked black woman appears in the central position traditionally occupied by Christ among his disciples. "Disgusting," objected Giuliani at a press conference. He later weighed in with "outrageous" and "anti-Catholic."

The woman is Renee Cox, an artist who often undresses before her own camera in narrative photographic tableaux. The Brooklyn Museum has included her in "Committed to the image," a major survey of 94 black photographers that runs through Apr. 29.

Following the Mayor's adverse comment on Cox's work, it was immediately pointed out to City Hall that a British woman artist, Sam Taylor-Wood, who is white, had also appeared, unclad, as Jesus in her own photographic rendition of the Last Supper, seen at the Brooklyn Museum in the fall of 1999 in the exhibition titled "Sensation." While the show was the subject of last season's high-profile art scandal, Taylor-Wood's work passed without comment. The furor revolved around another religious work, The Holy Virgin Mary, a painting by British, Nigerian-born artist Chris Ofili. As almost everyone will remember, Ofili's large, colorful, carefully crafted black Madonna was also characterized as "anti-Catholic," because it incorporates three resin-encased clumps of elephant dung.

Certainly Giuliani's latest Brooklyn attack did not generate anything like the high level of political and media trauma wrought last year, when the offended Mayor temporarily held up the musem's monthly subsidy check, then threatened to fire the board of trustees, evict the museum from its building and disperse the collection. Eventually, the Mayor lost in court, restored the museum's subsidy, and the affair blew over [see "Front Page," Nov., Dec. '99, and "Artworld," May '00].

But now, apparently undeterred by last year's debacle, Giuliani has called for a "decency panel," staffed with "decent people" to countermand "tainted" curatorial decisions by any museum using public money. Though he hasn't the slightest legal, constitutional or political chance of creating such a panel (even Governor Pataki, himself a Catholic, has come out against it), he seems determined to proceed. It's been noted in the press that few prominent people seem likely to partake of this unpromising scheme, though certain conservative politicians and clerics have expressed guarded interest.

Essentially, however, Brooklyn II has fizzled--and the latest series of responses from political leaders and the media do offer grounds for a degree of high-culture optimism. Most press accounts took a tone of scorn spiced with wit. Meanwhile, audiences of course flocked to the show, reassuring reporters, when asked, that they were hardly scandalized.

Nevertheless, the Mayor's renewed attack prompts a strategic reassessment of a phenomenon so recurrent and predictable it deserves its own acronym: C.A.C., for "Contemporary Art Crisis." The C.A.C. can now be considered almost an art-world genre in its own right--a subcategory of performance art, the roles by now almost ritualistic and certainly well-rehearsed: The C.A.C. has battered us over and over since the now-legendary congressional assaults on the touring Robert Mapplethorpe exhibition, as well as the histrionic fuss over Andres Serrano's Piss Christ, Ron Athey's Minneapolis performance rumored to have dripped HIV-positive blood upon members of the audience (not true), and others.

These attacks have multiplied for a complex series of historical, demographic and political reasons. But the central point is obvious: they parallel the growing importance of contemporary art in today's culture. A large public now follows contemporary as well as traditional art. Considerable public funds go toward keeping our museums and centers of contemporary art alive and well. In this context, politicians understandably claim a right to speak out against what they regard as the misuse of these funds. But they do not, in general, grasp the broader principle: that certain sectors of contemporary art are valuable and deserve support precisely because they do not reflect the attitudes of mass culture, but rather prod us, provoke us, even shock us--and cause us to think. Instead, if any single work gives offense to them or to their constituents, they speak up loudly, purportedly on behalf of the voters and clearly with an eye to their own re-election.

If the prosecution in C.A.C. cases quickly takes on a predictable shape and strategy, so does the defense. Indignation, defensiveness and fear are the automatic responses on the part of our cultural institutions, trustees and pro-art politicians. The reluctance to speak out forcefully in public or on the floor of Congress contrasts markedly with the extremist rhetoric on the other side.

For weeks after he launched Brooklyn I, Giuliani heard barely a whimper from his opposition, save one or two mild protests from the City Council and a few low-key editorials. Finally, the city's 33-member Cultural Institutions Group, driven by its temporary chairman, physicist Alan K. Friedman of the New York Hall of Science, issued a joint declaration against the Mayor's move, calling it a "dangerous precedent." Friedman linked Giuliani to a series of moves that have impinged on First Amendment rights in the last decade. Both sides sued each other. In the end, the Brooklyn Museum prevailed on precisely these grounds, forcing the restoration of its funding.