9/04/2012

« Η “Μελανίππη” παρουσιάζεται Ιολική Γη Αυγούστου 8, 2012 από mariayiayiannou Ιολική Γη Η απραγματοποίητη ουτοπία του Αλέξανδρου Ιόλα Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΑΞΙΑ σε δύο μέρη: 21/07/12 & 08/08/12 «Αυτό που θέλω στη ζωή, εφόσον δεν θέλω πια να χορεύω, είναι να φέρνω την ποίηση με τους πίνακές μου. Δεν είναι σκοπός μου να κερδίζω χρήματα. Πιστεύω στην επικράτηση του πνεύματος, είμαι Έλληνας από την Αλεξάνδρεια, είμαι αριστοκράτης» Αλέξανδρος Ιόλας Ιδανική έναρξη Η Ελλάδα είναι η χώρα όπου η τέχνη και ο πολιτισμός γεννιούνται. Η Ελλάδα είναι η χώρα όπου η τέχνη και ο πολιτισμός πεθαίνουν. Κρίμα να έχει τέτοια έναρξη ένα άρθρο αφιερωμένο στην προσωπικότητα του Αλέξανδρου Ιόλα˙ ενός ανθρώπου που έδωσε στο τρίπτυχο επάγγελμα εμπόρου-εκτιμητή-συλλέκτη τέχνης την αίγλη και τη στιβαρότητα που ποτέ μέχρι τότε δεν είχε γνωρίσει. Κανονικά το άρθρο αυτό θα έπρεπε να ξεκινάει κάπως έτσι: «Ένας χώρος τέχνης και πολιτισμού αναπτύσσεται ακατάπαυστα στο κτήμα Ιόλα από την δεκαετία του 1950, όταν ο εκκεντρικός μαικήνας εντόπισε στους ελαιώνες της Αγίας Παρασκευής τον τόπο για να στήσει το σημαντικότερο μουσείο μοντέρνας τέχνης στην Ελλάδα, μέχρι τον θάνατό του το 1987. Από τότε δε μέχρι σήμερα οι κληρονόμοι του και το κράτος φυλάσσουν ως κόρη οφθαλμού τα 11.000 έργα τέχνης και τις 2.500 αρχαιότητες που στεγάζονται εκεί και φροντίζουν να αξιοποιούν ως πόλο έλξης το έργο ζωής του μεγάλου άνδρα των τεχνών». Ονειροφαντασίες. Επίσης, θα ήταν υπέροχο αν το παρόν άρθρο συνέχιζε κάπως έτσι: «Ο ελληνικός λαός διψασμένος για τέχνη και τιμώντας την μέγιστη προσφορά του Ιόλα, συρρέει στο ανάκτορο των τεχνών, το επιμελημένο αρχιτεκτονικά από τον Πικιώνη και τον Τσαρούχη, και θαυμάζει τα έργα του Πικάσσο, του Έρνστ, του Μάττα, του Μαγκρίτ, την αίθουσα του Άντι Γούρχολ, της Νίκι ντε Σαν Φαλ, του Καλντέρ. Στέκουν όλοι έκθαμβοι μπροστά στην Αιγυπτιακή, την Αζτεκική, την Κινέζικη συλλογή αρχαιοτήτων, ενώ καταλαμβάνονται από βακχική λατρεία εν μέσω της άψογα διατηρημένης επαύλεως, όπου κάποτε ο Ρούντολφ Νουρέγιεφ, ο Ευγένιος Ιονέσκο και ο Μαρσέλ Ντυσάν τσούγκρισαν το ποτήρι τους με τον εξίσου θρυλικό Ιόλα» Προσγείωση στον Αυριανισμό Σίγουρα, θα ήταν ωραία η παραπάνω έναρξη, τιμητική για τον τόπο και τους ιθύνοντές του, αντάξια ενός ανθρώπου που αφιέρωσε τα ογδόντα χρόνια της ζωής του στην τέχνη, μα θα ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη από την πραγματική εκδοχή των γεγονότων. Είναι δύσκολο να σταθεί κανείς ψύχραιμος απέναντι στο χρονικό της κατασυκοφάντησης που υπέστη ο Αλέξανδρος Ιόλας τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην Ελλάδα εξαιτίας του ανελέητου πασοκικού «αυριανισμού», χρονικό το οποίο μας αφηγείται, μεταξύ άλλων βιογραφικών και ψυχογραφικών στοιχείων, ο βιογράφος του Νίκος Σταθούλης, στο πρόσφατο βιβλίο του «Αλέξανδρου Ιόλα, η ζωή μου» (εκδόσεις Πανός, Μάρτιος 2012). Γιατί όμως ο Αλέξανδρος Ιόλας, ο τόσο σημαντικός για τον τόπο, σπιλώθηκε τόσο άγρια; Και γιατί ήταν σημαντικός; Γιατί δεν δέχτηκε η Ελλάδα τις δωρεές του και γιατί το σπίτι του (δυνάμει πολιτιστική κληρονομιά του τόπου) αφέθηκε να ρημάξει; Ας αναζητήσουμε τις αιτίες. «Να μου πούνε ότι δεν έκανα τίποτα για την Ελλάδα; Μα γι’ αυτό ήρθα εδώ. Τι να τα κάνω, μαζί μου θα τα πάρω; Εδώ ανήκουν. Εδώ θα τα αφήσω. Στον τόπο που διάλεξα να ζήσω όσο ζω.» «Μέχρι να πεθάνω θα βρίζουν!» Ο Σταθούλης παραθέτει αυτούσιους τους διαλόγους του με τον Ιόλα, καθώς και την προσωπική του εμπειρία από τον άνθρωπο, καθώς υπήρξε μάρτυρας σε αρκετές ένδοξες και σε πολλές άδοξες στιγμές του, ώστε να μπορεί να βεβαιώσει τον θαυμασμό που ένιωθαν για το πρόσωπό του άνθρωποι του πνεύματος και της πολιτικής στο εξωτερικό και το μίσος που έτρεφαν πολιτικοί και δημοσιογράφοι στο εσωτερικό. Διότι υπήρχε τότε (μόνο τότε άραγε;) αυτό το «εσωτερικό», που πίστευε ότι είναι πιο διορατικό από τους έξυπνους τους ξένους. Δέσποζε ο θαμπωμένος κομπλεξικός πρασινοαίματος, ο δήθεν ταγμένος υπέρ του ταξιτζή και της μπακάλισσας αλλά ορκισμένος εχθρός οποιουδήποτε (συμπεριλαμβανομένων των παραπάνω) το κεφάλι ξεχώριζε από το πλήθος. Και του Ιόλα παραξεχώριζε… Ταγμένος να ακολουθήσει το άστρο του, αφοσιωμένος μαθητής των καλλιτεχνικών αξιών που αντιπροσώπευαν θρύλοι των εικαστικών τεχνών του 20ου αιώνα, ένας Αλεξανδρινός συλλέκτης μεγαλείου, ήξερε να σωπαίνει μπροστά στα αριστουργήματα του πολιτισμού και να εισχωρεί βαθιά στην ουσία τους, εντούτοις η ηχώ της εκκεντρικής του προσωπικότητας ήταν εκκωφαντική και υπερβολικά αιφνίδια για την ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του 1980. Ο Σταθούλης κατονομάζει τις κορυφαίες εφημερίδες της εποχής, οι οποίες, παραπληροφορώντας το κοινό με κατακίτρινα πρωτοσέλιδα, εξευτέλισαν τον Ιόλα. Στην εν λόγω “αρθρογραφία” βάζουν την περήφανη υπογραφή τους δημοσιογράφοι που σήμερα εξακολουθούν να φιγουράρουν στα κανάλια και να παραδίδουν στο τηλεοπτικό κοινό καθημερινά μαθήματα αισθητικής αγωγής. Του μαθαίνουν τα βασικά χρώματα: το Ροζ και το Κίτρινο. Και το κοινό γελάει. Μας χαλαρώνει η δημοσιογραφική περιπαικτική ουδετερότητα με την οποία αντιμετωπίζει ο “ρεπόρτερ” τις επίδοξες ή φτασμένες πορνοστάρ. Οι ροζ μπάρμπι και οι διάφοροι μάνατζερ προβάλλονται ως μέρος μιας ψωνισμένης κουλτούρας, την οποία ο θεατής ταυτόχρονα περιφρονεί και φθονεί. Ωστόσο, όχι απλώς την ανέχεται, αλλά την αγκαλιάζει ως αναγκαίο κακό (ή ως αναγκαίο καλό). Ο κάθε Ψινάκης δεν απειλεί κανενός την ηρεμία κουνώντας την εσάρπα του και γαργαλώντας τις μασχάλες με λίγα καλιαρντά. Ο Ιόλας ερχόταν κραδαίνοντας Τέχνη, πράγμα απειλητικό ακόμα και σήμερα φυσικά. Πώς μπορούσε τότε κανείς να ανεχθεί αυτό τον άνθρωπο, ακόμα κι αν σκόπευε να επαναφέρει στον τόπο τους 2.500 αρχαιότητες και που πήρε μαθήματα ζωής από τον Καβάφη, τον Παλαμά, τον Ελυάρ; Ποιος Ελυάρ και ποιες αρχαιότητες… αυτά ωχριούν μπροστά στο γεγονός της ομοφυλοφιλίας του. Όλα αυτά τα “καλλιτεχνικά” ήταν στάχτη στα μάτια ενός ηθικού λαού, ο οποίος από το 1985 μέχρι το 2012 κατάφερε απλά να γίνει από “επαρχιώτης” “πρωτευουσιάνος”, χωρίς να αγαπήσει ούτε την επαρχία ούτε την πρωτεύουσα. Η αναπαραγωγή της κοσμητικής τιτλογραφίας των άρθρων που εκείνη την εποχή τον παρουσίαζαν ως «γιο του Σατανά» θα ήταν απλώς αναπαραγωγή του κιτρινισμού και δεν την επιλέγουμε εδώ. Τα ονόματα των δημοσιογράφων μπορεί να τα βρει κανείς τόσο στο βιβλίο του Σταθούλη όσο και στο Ίντερνετ. «Έλα ντε! Γιατί διάλεξα την Ελλάδα. Μα για το φως της βέβαια! Γιατί είναι η μόνη χώρα που είναι ουρανός. Ενώνει τη γη με τη θάλασσα, καταλαβαίνεις, και γιατί αυτό το φως είναι μέσα μας. Είναι ψυχικό φως αυτό, κάτι σαν Ολύμπιος Θεός, μου είχε πει ο Κωστής Παλαμάς» («Αλέξανδρου Ιόλα, η ζωή μου» από το Νίκο Σταθούλη, Οδός Πανός) Αλεξάνδρεια, «στα σύνορα ιστορίας και μύθου» Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1908 (η ημερομηνία παρέμενε αβέβαιη κατά τη διάρκεια της ζωής του – δεν συμπαθούσε καθόλου τον τρόπο που ο χρόνος μεταφράζεται σε ηλικία) και βαφτίστηκε Κωνσταντίνος Κουτσούδης. Ο πατέρας του του απαγόρευσε το πιάνο, όπου ο μικρός Κωνσταντίνος είχε έφεση και προσπάθησε επίμονα αλλά μάταια να τον βάλει στις επιχειρήσεις βαμβακιού όπου εργαζόταν και ο ίδιος. Θυμάται την μητέρα του ως μια γυναίκα ρομαντική, πλούσια και πολύ ερωτευμένη. Στο πατρικό σπίτι η οικογένεια Κουτσούδη άκουγε μόνο οπερέτες. Η Αλεξάνδρεια ήταν για τον Ιόλα «ένα κομβικό σημείο της φαντασίας», «η ενσάρκωση του κοσμοπολιτικού πνεύματος», ενός πνεύματος που τον κατηύθυνε δια βίου, όπως και ο θαυμασμός του για τον Μέγα Αλέξανδρο, του οποίου το όνομα αργότερα θα δανειστεί. Η ζωή κυλάει στην μυθική Αλεξάνδρεια εκείνης της εποχής, μέχρι που μια βραδιά ο νεαρός Κωνσταντίνος το σκάει απ’ το σπίτι για να παρακολουθήσει μια παράσταση με τη Μαρίκα Κοτοπούλη, που λειτούργησε κάπως σαν επιφοίτηση. Τότε αποφασίζει να έρθει στην Ελλάδα. Ο καταλληλότερος άνθρωπος να τον βοηθήσει ήταν εκείνος ο αμίλητος άνδρας με τα γυαλάκια που τύπωνε σε μονόφυλλα τα ποιήματά του και τα μοίραζε˙ ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Πράγματι, ο μικρός Ιόλας είχε ήδη συνάψει φιλία με τον Καβάφη, ο οποίος του έδινε ποιήματα και συμβουλές. Με τρεις συστατικές επιστολές του ποιητή, ο Ιόλας φεύγει για την Αθήνα. Αθήνα και μέντορες Ο Κωστής Παλαμάς και η κόρη του, ο Δημήτρης Μητρόπουλος και κυρίως ο Άγγελος Σικελιανός έγιναν οι μέντορες του Ιόλα, ο οποίος ήταν θαμπωμένος από το γεγονός ότι είχε έρθει στην ονειρεμένη του Αθήνα. Δεν θα ξεχάσει ποτέ την Αθήνα του 1926 και θα τη νοσταλγήσει εξήντα χρόνια αργότερα όταν η Αθήνα του 1986 θα τον εξορίσει στη χλιδάτη φυλακή του, ως «αρχαιοκάπηλο, εμπλεκόμενο σε πορνεία και ναρκωτικά» (κατηγορίες που αποδείχθηκαν αβάσιμες, πολύ αργά φυσικά για να επανορθωθεί η κουρελιασμένη του φήμη). Τότε όμως, νεαρός νευρώδης και αποφασιστικός, αγάπησε την πόλη, στην οποία γνώρισε τον Εμμανουήλ Μπενάκη, τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, δούλεψε με τον Σικελιανό για να παίξει στις Δελφικές Εορτές, διδάχτηκε πιάνο από τον Μητρόπουλο. Ο τελευταίος τον συμβούλεψε αν αγαπάει την Ελλάδα, να φύγει μακριά της. Εικάζουμε πως θεωρούσε ότι για να προσφέρει κανείς το ταλέντο του στην Ελλάδα, θα πρέπει να το καλλιεργήσει αλλού. Ο Μαγκρίτ ζωγράφισε αυτό το όρθιο πορτραίτο του Ιόλα, με τίτλο “Το καλό παράδειγμα” και με την επιγραφή «Καθιστό πρόσωπο»! Λέγεται ότι ο Ιόλας ήταν τόσο δραστήριος ώστε σχεδόν δεν καθόταν. Στις μισές καρέκλες του σπιτιού του δεν είχε καθίσει ποτέ. Η, σαν χορογραφημένη, κίνησή του στον χώρο γοήτευε τους πάντες. Αχαρακτήριστος αποχαρακτηρισμός Πριν από ενάμιση μήνα εκδικάσθηκε το ζήτημα του αποχαρακτηρισμού του κτήματος Ιόλα ως «Κέντρου Πολιτιστικών Εκδηλώσεων». Το δικανικό χρονικό της υπόθεσης Ιόλα αρχίζει από τότε που η ελληνική δικαιοσύνη κατηγορούσε τον μαικήνα για βαρύτατα κακουργήματα ενώ την ίδια εποχή η Γαλλία τον τιμούσε με το μετάλλιο της Λεγεώνας των Τεχνών και των Γραμμάτων και η Le Monde και η Liberation τον εγκωμίαζαν. Οι λεηλασίες της Βίλας Ιόλα θυμίζουν λυσσαλέα προσπάθεια να σβηστεί και το παραμικρό ίχνος προσφοράς αυτού του ανθρώπου, ενδεχομένως μαζί με την ενοχή αυτών που τον κατέστρεψαν. Οι σκληρόπετσοι εκδικητές του γούστου και της εκλέπτυνσης όμως δεν φορούν μεταξωτά, καλύπτονται από δέρμα κροκοδείλου και επιβιώνουν ες αεί διότι η ενοχή δεν τους διαπερνά. Είκοσι πέντε χρόνια μετά Ο δημοσιογράφος Νίκος Σταθούλης, πιστός στην παράκληση του Ιόλα να εκδώσει το βιβλίο «Αλέξανδρου Ιόλα, η ζωή μου» (Εκδ. Πανός) 25 χρόνια μετά τον θάνατό του, μας δίνει μια ατμοσφαιρική βιογραφία με αφηγητή στην ουσία τον ίδιο τον Ιόλα μέσω των διαλόγων που είχε με τον τότε νεαρό έμπιστο βιογράφο του, καθώς και μέσα από παράθεση συνεντεύξεων του στον Τύπο, επιστολές φίλων, καλλιτεχνών, συνεργατών και φωτογραφικό υλικό που απαθανατίζει την γοητευτική θεατράλε φυσιογνωμία του. Χωρισμένο σε εξήντα μικρά κεφάλαια, το βιβλίο ανασυνθέτει το μεγαλείο της ζωής του μαικήνα, τη γνωριμία και τη φιλία του με μια πλειάδα θρυλικών προσώπων της λογοτεχνίας, των εικαστικών, του χορού, της πολιτικής, των επιχειρήσεων, την χορευτική καριέρα του, την επιτυχία των γκαλερί του στη Νέα Υόρκη, το Παρίσι, το Μιλάνο, τη Γενεύη, τη Μαδρίτη, την διαίσθησή του στην εκτίμηση των έργων τέχνης, την ικανότητά του να καθιερώνει καλλιτέχνες παγκοσμίως, τις απόψεις του για το Ωραίο, το μεγάλο του όνειρο να φτιάξει ένα «σπίτι καλλιτεχνών». Δυστυχώς στο τέλος του βιβλίου βρίσκει κανείς τα αποκόμματα των εφημερίδων που ρυπαρογραφούν εναντίον του Ιόλα, ακόμα και την εποχή της ασθένειας και του θανάτου του. «Να σημειώνεις μόνο τα καλά» Ο ίδιος ο Αλέξανδρος Ιόλας συμβούλευε τους φίλους του να κρατούν και να αναπαράγουν μόνο τα καλά που προσφέρει η ζωή. Θα μπορούσαμε να μνημονεύσουμε σε αυτό το άρθρο μόνο τα επιτεύγματα και την αγάπη που έδωσε και έλαβε, πλην όμως η ντροπή που νιώθει κανείς για την νοοτροπία του Έλληνα, όπως την έζησε και την πλήρωσε ο Ιόλας, μας δημιουργεί την υποχρέωση, έστω και κατόπιν εορτής, να κυκλώσουμε τα δείγματα της στενοκεφαλιάς κάθε εθνικότητας λαϊκιστή, την σχεδόν έμφυτη αντιπάθεια για κάθε είδους καλλιτεχνική φύση – εκτός του Ικτίνου και του Καλλικράτη (με τους οποίους φαίνεται ότι ταυτίζεται η ωραία μας ψυχή και τα ταλέντα μας) – και φυσικά την ανικανότητα του κράτους μας να δεχτεί την ευεργεσία ενός ωραίου μυαλού. Εύγλωττο είναι το περιστατικό που παραθέτει ο Σταθούλης από το τελευταίο λαμπρό πάρτυ του Ιόλα, όπου εθεάθη υπουργός να παραχώνει στην τσέπη του μικρό αρχαϊκό κομμάτι της συλλογής… Όταν βοηθός του οικοδεσπότη του ζήτησε να το επιστρέψει εκείνος αναφώνησε «κάποιος το έβαλε στην τσέπη μου!». Αίνιγμα: τι εθνικότητας ήταν ο υπουργός; Στο βιβλίο δεν υπάρχει διευκρίνηση, αλλά για κάποιον λόγο δεν αναρωτιέμαι. Το να προτιμάς να κλέψεις παρά να ευεργετηθείς είναι, καθώς φαίνεται, πιο παλικαρίσια επιλογή˙ διαφυλάσσει ένα είδος αξιοπρέπειας˙ δεν είσαι ζητιάνος. Είσαι αυτοδημιούργητος κλέφτης και ψεύτης. («Δεν έβαλα εγώ τα δισεκατομμύρια στο λογαριασμό της Ελβετίας! Κάποιος μου τα έβαλε εκεί για να με ενοχοποιήσει!» φαντάζομαι να μουρμουράνε μέσα απ’ τα δόντια τους οι Τσοχατζόπουλοι που αναθρέψαμε.) From left to right : France Raysse, Martial Raysse, Jean Tinguely, Niki de Saint Phalle, Brooks Jackson, Bénédicte Pesle, Rotraut Klain, Alexandre Iolas and André Mourgues surrounded with works by Martial Raysse. Photo published in Vogue, August 1965. Από τη σκηνή στην γκαλερί Ο Αλέξανδρος Ιόλας σπούδασε χορό και χόρεψε στο Βερολίνο, το Σάλτσμπουργκ, το Παρίσι. Αγάπησε την ελευθερία του Βερολίνου και την ευγένεια του Παρισιού. Στην πόλη του φωτός γνώρισε μερικά από τα πιο φωτεινά μυαλά του αιώνα. Ένα από αυτά ήταν ο Πωλ Βαλερύ, ο οποίος φέρεται να του είπε: «Είσαι Έλληνας και μάλιστα από την Αλεξάνδρεια, άρα το θηριοτροφείο μέσα σου είναι μεγάλο. Δάμασε το θηριοτροφείο σου και θα γίνεις παγκόσμιος και οικουμενικός». Επίσης γνώρισε τον πρωτεργάτη του Σουρεαλισμού, Αντρέ Μπρετόν, τον οποίο θυμάται ως «έναν ποιητή με τρελά ωραία μαλλιά», «απελπισμένο» και «πολύ μπανάλ», που «ονειρευόταν να καταστρέψει την τέχνη». Ο «καταστροφικός» σουρεαλισμός πρόκειται να μπει πολύ δυναμικά στη ζωή του Ιόλα, ο οποίος θα εισάγει κυριολεκτικά το ιδιοφυές καλλιτεχνικό κίνημα σε μια ανέτοιμη ακόμα, μα εκπαιδεύσιμη Αμερική. Ένα έργο του Τζόρτζιο Ντε Κίρικο που είδε ο Ιόλας σε βιτρίνα κάποιας γκαλερί το 1931 στάθηκε η αφορμή να αλλάξει ο καλλιτεχνικός προσανατολισμός του. Σταδιακά, μέσα από συναντήσεις με τον Μιρό, τον Ντυφί, τον Κοκτώ, τον Ντε Κίρικο και με το νέο του όνομα να τον εισάγει στον νέο του ρόλο, ο Κωνσταντίνος Κουτσούδης βαφτίζεται από την τότε αρραβωνιαστικιά του, χορευτική παρτενέρ του και εγγονή του Προέδρου των Η.Π.Α., Θεοδώρα Ρούζβελτ, Αλέξανδρος Ιόλας. Το 1946 ανοίγει την πρώτη γκαλερί στο Μανχάτταν σε συνεργασία με τον ζωγράφο και εγγονό του Βίκτορος Ουγκώ, Ζαν. Το 1953 η Iolas Gallery στη Ν.Υ. θα γίνει εφαλτήριο για σπουδαίες καλλιτεχνικές ανακαλύψεις και θριαμβευτικές εμπορικές κινήσεις. Περίπατος με την Θεοδώρα Ρούζβελτ στη Βραζιλία. Εξώφυλλο του “LIFE” Μεγάλες ανακαλύψεις Ο Μαξ Ερνστ, ο Μαν Ρέυ, ο Μιρό, ο Μοντριάν, ο Μαγκρίτ, ο Μπράουνερ, ο Βολς είναι μερικοί από τους καλλιτέχνες που φιλοξένησε ο Ιόλας στις γκαλερί του. Η πρώτη έκθεση των Σουρεαλιστών στην Αμερική παρουσιάστηκε από τον Ιόλα, όπως και η πρώτη έκθεση του Άντι Γούορχολ, για τον οποίο υπήρξε αληθινός μέντορας. Ακόμα κι αν η Ποπ Αρτ συγκεντρώνει εναντίον της πληθώρα θεωρητικών, καλλιτεχνών και φιλότεχνων, ακόμα κι αν ο Άντι Γούρχολ μπορεί να θεωρηθεί συνήγορος της μαζικής κουλτούρας και της διαφημιστικής αλλοτρίωσης, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί την εξυπνάδα του Ιόλα να πιάσει τον παλμό της εποχής και σαν δαιμόνιος μαρκετίστας να επιβάλλει στον κόσμο της τέχνης ένα όνομα που κυριολεκτικά καθόρισε την πορεία της. Ο Ιόλας θα προωθήσει και Έλληνες καλλιτέχνες, όπως τον Τσαρούχη, τον Τσόκλη, την Καρέλλα, τον Ακριθάκη, τον Πανιάρα, τον Τάκι, τον Λαζόγκα, αλλά και τον Κώστα Ταχτσή, τροφοδοτώντας τους με ιδέες προς υλοποίηση, χρήματα προς επιβίωση και το γλυκό βάσανο του να οφείλεις στον πάτρωνά σου να είσαι στην τέχνη σου εργάτης. Πολλοί από τους παραπάνω θεώρησαν ότι ο Ιόλας εκμεταλλεύτηκε το ταλέντο τους, κανείς όμως δεν βρέθηκε που να πει ότι ο Ιόλας δεν του παρείχε ό,τι χρειαζόταν για να ζήσει καλά και να δημιουργήσει ακόμα καλύτερα. «Του πήρα ό,τι χρειαζόταν και ο οδηγός μου κάθε μέρα τον πήγαινε στον Πειραιά για να ζωγραφίσει. Το απόγευμα τον έπαιρνε πίσω. Έκανε τότε την ωραιότερη δουλειά του. Τα νεοκλασικά του Πειραιά και της Αθήνας» (Ο Ιόλας για τον Τσαρούχη. Ο πίνακας είναι το περίφημο «Νέον» του 1965-66) «Το αδιόρατο κάτι» Τι είναι λοιπόν εκείνο που «έβλεπε» ο κοσμοπολίτης γκαλερίστας και οι άλλοι αργούσαν τόσο να διακρίνουν; Το «αδιόραστο κάτι». Έτσι ονόμαζε ο διαισθητικός, αισθητικός κι αισθαντικός Ιόλας την διακριτική ποιότητα του καλλιτέχνη, που τον έπειθε να ασχοληθεί μαζί του. Τρελά ερωτευμένος με τη δουλειά του, εμμονικός κυνηγός των τεχνών, γάτα που νυχιάζει και μετά γουργουρίζει, πιστός λάτρης των καλλιτεχνών «του», χρησιμοποίησε κάποτε την εξής ερωτική έκφραση: «Όταν βλέπω έναν πίνακα του Μαγκρίτ ή του Μαξ Έρνστ, η ιδέα να κοιμηθώ ένα βράδυ με τον πίνακα αυτό, είναι αρκετή». Ο Ιόλας ονειρευόταν να φέρει στην Ελλάδα τη συλλογή του και να τη δωρίσει στο κράτος. Μετά το θάνατό του από AIDS το 1987 («είναι πιο δύσκολο να παραιτηθείς από τον έρωτα, παρά από τη ζωή»), η αδελφή του Νίκη Στάιφελ διέλυσε τη συλλογή, όπως μας πληροφορεί ο Σταθούλης, έστειλε σημαντικό αριθμό αρχαίων στο εξωτερικό και έβαλε λουκέτο στην έπαυλη δίνοντας ένα τέλος στο ενδεχόμενο να υλοποιηθεί το όνειρο του αδελφού της για την λειτουργία ενός μουσείου. Η βίλλα πριν ακόμα πεθάνει ο Ιόλας διαρρήχθηκε τρεις φορές και κατόπιν καταλεηλατήθηκε. Οι τοιχογραφίες του Γουόρχολ, τα έργα του Μάττα, τα μοντέρνα γλυπτά, οι χρυσές πόρτες, οι κίονες της Ραβέννας, ξηλώθηκαν κι εκεί που κάποτε έλαμπαν τα μάρμαρα τώρα σκάει ο σοβάς. «Ήταν σεμνός με τη δουλειά του. Δε μιλούσε πολύ και τι να πει άλλωστε. Σου έλεγαν τόσα πολλά τα έργα του. Το χιούμορ του ήταν το πιο εξαίσιο χιούμορ που έχω γνωρίσει στη ζωή μου» (Ο Ιόλας για τον Ρενέ Μαγκρίτ) Δίκη και Μυστικός Δείπνος Την ώρα που στο Palazzo Stelline στο Μιλάνο εγκαινιαζόταν η έκθεση του Γούρχολ με τις ποπ εκδοχές του «Μυστικού Δείπνου» του Ντα Βίντσι και συνέρρεαν 5.000 άτομα για να θαυμάσουν την αντιπαραβολή του Γουορχολικού Δείπνου (που εμπνεύστηκε ο Ιόλας) με το Λεονάρντιο, ο Ιόλας δικαζόταν στην Ελλάδα για αρχαιοκαπηλία. Στο Μιλάνο θρίαμβος, στην Αθήνα χλεύη. Όταν ο τραβεστί Αντώνης Νικολάου ή «Μαρία Κάλλας», άλλοτε ευεργετημένος από τον κατηγορούμενο Ιόλα, σε κατάσταση εκδικητικής υστερίας έγινε η αιτία για να φουντώσει το μίσος του Τύπου και της ελληνικής κοινωνίας εναντίον του μαικήνα, φρονούμε ότι στην πραγματικότητα αυτό που ξέσπασε ήταν το συσσωρευμένο μίσος του ελληνικού μικροαστισμού για την διαφορετικότητα. Ο Ιόλας παρουσιάζει τον Μυστικό Δείπνο του Γούρχολ στο Palazzo Stelline στο Μιλάνο. 5.000 άτομα επισκέφτηκαν την έκθεση από την πρώτη κιόλας μέρα. Ο Ιόλας ανακάλυψε τον Άντι Γουόρχολ καθώς πήγαινε στο εργοστάσιο παπουτσιών όπου εργαζόταν ως σχεδιαστής και άνοιξε τον δρόμο για την εμφάνιση της Ποπ Αρτ στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Η τέχνη και ο Έλληνας Είναι κατανοητό το γιατί η Ελλάδα του ’80 προσπάθησε να χτυπήσει με την πλαστική της σφεντόνα εκείνο το εξωτικό πουλί. Ήταν σνομπ και επιδεικτικός, κυκλοφορούσε με σμαραγδένια περιδέραια και γούνινες εσάρπες και κυρίως ήταν ομοφυλόφιλος. Ένα ερωτικό πλάσμα ανοιχτά περήφανο για τους εραστές του και ταυτοχρόνως φορέας μιας χλιδής που φάνταζε στα μάτια του Έλληνα ως αμαρτία. Πώς να τον ανεχτεί κανείς; Μια ολόκληρη κοινωνία σαν την κυρά-Κώσταινα των εβδομήντα ετών σ’ ένα μικρό μπαλκόνι στα Πατήσια, με τσεμπέρι στο κεφάλι και τον καφέ στη χόβολη, που το πιο αισθησιακό πλάσμα που γνώρισε ήταν η Μελίνα, κοιτάζει τώρα τις φωτογραφίες του Ιόλα στην κοσμική στήλη του Ζάχου Χατζηφωτίου και φτύνει στον κόρφο της ξορκίζοντας τον ερμαφρόδιτο διάβολο. Και, ναι, ο διάβολος θα μπορούσε να είναι έμπορος τέχνης. Ένας πανέμορφος, έξυπνος, ταλαντούχος ομοφυλόφιλος με εμφάνιση φροντισμένη σε γκροτέσκο βαθμό και με προκλητικό χιούμορ, μακριά από κάθε πολιτική ορθότητα. Οι αμύθητης αξίας δωρεές που πάσχιζε να κάνει στην πολιτεία απορρίφθηκαν από τα πολιτικά πρόσωπα της εποχής (Μερκούρη και Καραμανλή) και ο ίδιος χλευάστηκε σαν τον τελευταίο αλήτη. Όταν ρωτήθηκε από τον βιογράφο του «Ποιό είναι το ελληνικό πνεύμα;», απάντησε «Όταν το πνεύμα δε μένει ικανοποιημένο από έτοιμες συνταγές, όσο καλές κι αν είναι. Και όταν αρχίζει να πειραματίζεται για λογαριασμό του». Το ελληνικό πνεύμα της εποχής πειραματίστηκε μαζί του. Ας περιμένουμε τώρα μήπως ξαναφανεί κανένας τέτοιος. Ένα “καλό παράδειγμα” Ιόλα ή τίποτα. Εντωμεταξύ, μπροστά στους γενναίους πάτρωνες, ας μάθουμε να βάζουμε τη σφεντόνα μας στην άκρη. Μ. Γ. Like One blogger likes this. Βίκυ Παπαπροδρόμου Αναρτήθηκε στις Για όσα υποψιάζομαι | 4 σχόλια 4 Σχόλια στο Αυγούστου 8, 2012 στις 6:32 μμ | Απάντηση Ovis Orientalis Πολύ καλό το κείμενο Μαράκι: η ιδιαίτερη προσωπικότητα του Ιόλα, δοσμένη με γλαφυρότητα και στοργή. Ας μην υποτιμούμε όμως την “κυρά-Κώσταινα των εβδομήντα ετών σ’ ένα μικρό μπαλκόνι στα Πατήσια, με τσεμπέρι στο κεφάλι και τον καφέ στη χόβολη” γιατί αυτή είναι πιο πιθανός κομιστής του Ιόλειου ‘φωτός’, συμπικνώνοντας τη θυμοσοφία και το αλάνθαστο αισθητήριο του απλού ανθρώπου, ο οποίος -συνήθως- είναι και ο πιο αυθεντικός κριτής… Δεν ήταν αυτή που θέλησε να ‘ξορκίσει’ τον ‘ερμαφρόδιτο διάβολο’ όπως τον αποκαλείς, αλλά οι θλιβεροί και τρισάθλιοι πρεσβευτές του ‘αυριανισμου’, όπως ορθά σημειώνεις, που θα προτιμούσαν να ‘βάλουν στην τσέπη τους’ το κομμένο κεφάλι του Ιολα, αντί του μικρού, αρχαϊκού κομματιου της συλλογής… στο Αυγούστου 9, 2012 στις 11:06 πμ | Απάντηση mariayiayiannou Ovis μου, σ’ ευχαριστώ για το σχόλιο. Μου δίνεις την ευκαιρία να διευκρινήσω το εξής: Παρομοιάζοντας την ελληνική κοινωνία της εποχής με την τσεμπεροφέρουσα κυρά, δεν αποσκοπώ να χλευάσω ούτε την κυρούλα ούτε την ενδυματολογική παράδοση (!)˙χρησιμοποιώ ένα γλαφυρό σχήμα για να επισημάνω την απόσταση που χώριζε την κουλτούρα και το όνειρο του Ιόλα από τις αντιλήψεις της ελληνικής κοινής γνώμης (που καθοδηγούνταν από το λαϊκισμό, τη δεισιδαιμονία και τον φθόνο). Θα πρέπει όμως να διαφωνήσω με την καλοπροαίρετη παρατήρησή σου ότι το «Ιόλειο φως» (μου άρεσε η έκφραση) θα μπορούσε να το κομίσει ένας «απλός άνθρωπος» ή ας πούμε καλύτερα, αφού κατά τη γνώμη μου απλός άνθρωπος δεν υπάρχει, ένας λαϊκός άνθρωπος. Ένας λαϊκός άνθρωπος (υπέροχος, εργατικός, έξυπνος, αυθεντικός, φιλότιμος κλπ) δεν θα μπορούσε εκ θέσεως να εκτιμήσει έναν ιδιοφυή σνομπ με χιούμορ εστέτ και ανοιχτό λάτρη της τρυφής. Θα ήταν ποτέ δυνατόν ο τύπος του ταξιτζή που εισήγαγε ο Χάρι Κλύν (δεν λέω ότι όλη η κοινωνία ταυτιζόταν με την καρικατούρα αυτή ούτε έχω καμιά αντιπάθεια προς τους επαγγελματίες οδηγούς, αλλά και πάλι, θα ήταν δυνατόν) να συμφωνήσει – πόσω μάλλον να ταυτιστεί με έναν Όσκαρ Ουάιλντ (και τούμπαλιν εννοείται); Έχεις απόλυτο δίκιο ότι η ευθύνη είναι των πρεσβευτών του αυριανισμού, αλλά και ο λαός δεν είναι ανεύθυνος για τα μυαλά που φέρει (κάτω από το τσεμπέρι… ή κάτω από την μπαντάνα… ή κάτω από την τιάρα, δεν έχει σημασία). Συγγνώμη για την μακροσκελή απάντηση! Πολλά ευχαριστώ που μοιράζεσαι συμφωνίες και διαφωνίες, το εκτιμώ βαθύτατα :-) στο Αυγούστου 9, 2012 στις 4:11 μμ | Απάντηση Mina Xirogianni B Mαρια ,πάντα με απασχολούσε το θέμα Ιόλας…μου άρεσε πολύ το κείμενό σου!! στο Αυγούστου 20, 2012 στις 3:50 μμ | Απάντηση Πένυ Μία -δυστυχώς- κλίσέ “ελληνική/ελλαδική” αντιμετώπιση ενός -κοινώς ομολογουμένως- μοναδικού ανθρώπου. Αυτή η αντίθεση κρύβεται μέσα σε όλους μας. Ανεξαρτήτως σκέπης ή σκέψης, είμαστε ικανοί για το σπουδαιότερο κατόρθωμα αλλά και τη μεγαλύτερη βαρβαρότητα. Εξαρτάται, όπως αποδεικνύεται, κάθε φορά από το κατά πόσο μπορούμε να γητέψουμε το “Θηριοτροφείο” μέσα μας. Από τα πιο ενδιαφέροντα άρθρα σου. Ευχαριστούμε
Διακοπές με τον Αλέξανδρο Ιόλα This entry was posted on Αυγούστου 27, 2012, in Book Reviews and tagged Αλέξανδρος Ιόλας, Νίκος Σταθούλης. Bookmark the permalink. Γράψτε ένα σχόλιο Η βιογραφία του Αλέξανδρου Ιόλα εκδόθηκε μόλις φέτος, 25 χρόνια από το θάνατό του (!), ακριβώς όπως ο ίδιος το είχε ζητήσει από το βιογράφο του, Νίκο Σταθούλη. Οι προσδοκίες για το βιβλίο ξεκινούν ήδη από εκεί. Τόσα χρόνια μετά το θάνατό του, περιμένει κανείς να αποκαλύψει ο βιογράφος του τουλάχιστον σημεία και τέρατα. Ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπόψην του το πώς έγινε η “πτώση” του Ιόλα. Για να μη σε κρατώ σε αγωνία, σημεία και τέρατα με την έννοια των μεγάλων αποκαλύψεων δεν υπάρχουν, αλλά όταν το υλικό που έχει κανείς στα χέρια του είναι τόσο εκρηκτικό, μόνο αδιάφορο δεν μπορεί να είναι αυτό το βιβλίο. Χρήματα, δόξα, ταλέντο, εκκεντρικότητες, σκάνδαλα- όλα τα στοιχεία που διασφαλίζουν ένα άκρως ενδιαφέρον ανάγνωσμα. Γόνος πλούσιας οικογένειας της Αλεξάνδρειας, ο Ιόλας σύντομα αναδείχθηκε σε κορυφαίο χορευτή. Στη συνέχεια στράφηκε στο χώρο της τέχνης ως έμπορος και συλλέκτης και κατέκτησε το παγκόσμιο στερέωμα (είδες τι απλό που ακούγεται;) Ο Νίκος Σταθούλης βρέθηκε σε νεαρή ηλικία κοντά του με αφορμή μια συνέντευξη. Και από εκείνη τη συνάντηση ο Ιόλας αποφάσισε ότι θα τον έχει δίπλα του ως βιογράφο. Στη διάρκεια αυτών των 4 ετών που έληξαν με το θάνατο του Ιόλα, συνέβησαν συνταρακτικά γεγονότα: η μεγάλη έκθεση Palazzo Stelline του Andy Warhol, τα σκάνδαλα της αρχαιοκαπηλίας και η παρακμή του Ιόλα. Μέσα από το βιβλίο, αντιλαμβάνεται κανείς γρήγορα ότι η ματιά δεν είναι ενός αποστασιοποιημένο βιογράφου αλλά ενός γοητευμένου αγοριού (ο οποιοσδήποτε θα ήταν) δίπλα σε έναν πανίσχυρο, εκκεντρικό και καλλιεργημένο μαικήνα της τέχνης. Η αίσθηση που μου έδωσε το βιβλίο είναι ότι πρόκειται περισσότερο για μια προσπάθεια του Σταθούλη να αποκαταστήσει την υστεροφημία του Ιόλα έστω και 25 χρόνια μετά και όχι τόσο να ρίξει φως στη ζωή του Ιόλα που να εξηγεί το πώς αυτός ο άνθρωπος έγινε τελικά αυτός που έγινε, όπως μας έχουν συνηθίσει οι τυπικές βιογραφίες. Ο Σταθούλης επιλέγει να μην παρουσιάσει μία αποστασιοποιημένη εικόνα του Ιόλα, αλλά να γνωρίσουμε τον άνθρωπο Ιόλα σε τόπο και χρόνο μέσα από τα μάτια του συγγραφέα, έτσι όπως τον έζησε ο ίδιος. Και αν και μου έλειψε μια προσέγγιση που να με βοηθήσει να καταλάβω πώς αυτός ο μεγάλος άνδρας έγινε αυτός που ήταν τελικά, έχει ενδιαφέρον να “ζεις” καταστάσεις μαζί με τον Ιόλα μέσα από τις αφηγήσεις του Σταθούλη. Το βιβλίο ξεκινά πολύ δυναμικά με το πρώτο κεφάλαιο να είναι η πολύκροτη συνέντευξη του Ιόλα στην Όλγα Μπακομάρου που ήταν καταλυτική για το μέλλον του Ιόλα στην Ελλάδα. Έτσι αποκτά κανείς από την αρχή εικόνα για την εκρηκτική και προκλητική εικόνα του Ιόλα. Οι ενότητες που ακολουθούν και καλύπτουν τη ζωή του Ιόλα από τη ζωή του στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ακόμη, τη λαμπερή ζωή του στη συνέχεια έως και το τέλος του, δε θεωρώ ότι είναι εξίσου πετυχημένες. Μπερδεύονται από θεματικές σε χρονολογικές και τούμπαλιν, αλλά δεν είναι τόσο αυτό το πρόβλημα, όσο ότι πολλές φορές αισθάνθηκα πως οι τίτλοι μάλλον με αποπροσανατόλιζαν σε σχέση με το περιεχόμενο. Παρόλα αυτά, είναι απολαυστικός ο τρόπος που ακούς τον Ιόλα να μιλά όχι μόνο για τα μεγάλα και σημαντικά γεγονότα της ζωής του, αλλά και για θεματικές όπως η τέχνη, η οικογένεια, οι συνεργάτες, η ζωή η ίδια. Και ξέσπασε το σκάνδαλο της αρχαιοκαπηλίας. Είναι γεγονός ότι ο παγκόσμιος Ιόλας, που πάντα επέστρεφε στην Ελλάδα και προσπαθούσε να συμβάλλει στην ανάδειξή της και των καλλιτεχνών της, που ήταν τόσο σημαντικός παράγοντας στην ιστορία της παγκόσμιας σύγχρονης τέχνης, δέχτηκε ένα φοβερά βάναυσο πόλεμο από τα μέσα. Η σκληρότητα που αντιμετώπισε ίσως ήταν αποτέλεσμα της εκκεντρικής και προκλητικής του συμπεριφοράς που αν και στο παγκόσμιο στερέωμα ήταν γοητευτικό, στην Ελλάδα του ’80… όχι τόσο. Το βιβλίο παρουσιάζει, εκτός από μια πολύ ενδιαφέρουσα σειρά από φωτογραφικά ντοκουμέντα που παρουσιάζουν το διεθνή Ιόλα, το σκληρό πόλεμο των ελληνικών μέσων, ή καλύτερα το πώς τα μέσα κατακρεουργούν τον Ιόλα με αφορμή όχι μόνο την αρχαιοκαπηλία αλλά και με προεκτάσεις στην προσωπική του ζωή. Ένα καλό μάθημα για τη δύναμη των ΜΜΕ εκτός των άλλων. Επιστολή του Κώστα Γαβρά με την υπογραφή 400 διεθνών προσωπικοτήτων που απευθύνεται στη “συνείδηση των Ελλήνων” Τότε ήταν που ο Ιόλας άρχισε να καταβάλλεται από τον ιό του AIDS. Έτσι, τον ανέλαβε η αδερφή του Νίκη, με την οποία ο Ιόλας είχε μία ταραχώδη σχέση, και σύμφωνα με το Νίκο Σταθούλη τον απομόνωσε απόλυτα παρά τη θέλησή. Αυτό το γεγονός δεν ήταν μόνο καταστρεπτικό για τον Ιόλα, αλλά και επίπονο για το Σταθούλη καθώς δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να τον βοηθήσει. Το βιβλίο κλείνει με ένα τελευταίο κεφάλαιο που μεταφέρει το θυμό και την πικρία που νιώθει ο βιογράφος για τον τρόπο που διαχειρίστηκε η Νίκη τον αδερφό της όταν αρρώστησε. Η ανακάλυψη του Warhol (!), η ανάδειξη τη ποπ-αρτ, ο Magritte, o Max Ernst, οι συναναστροφές του τόσο με τους σημαντικότερους ανθρώπους της διανόησης αλλά και με τους ισχυρότερους οικονομικά, η δωρέα που αποτέλεσε μαγιά για το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη, οι 5 γκαλερί σε 5 ηπείρους που κάνουν το Larry Gagosian να μοιάζει σήμερα “γατάκι” μπροστά του… ναι, όλα αυτά που παρουσιάζονται στο βιβλίο, σε κάνουν στα αλήθεια να αναρωτιέσαι. Να αναρωτιέσαι πώς ένας τόσο σημαντικός άνθρωπος για τον παγκόσμιο κόσμο τέχνης, που έζησε, έδρασε στην Ελλάδα και πάντα επέστρεφε σε αυτήν, που δώρισε τμήματα συλλογών του σε Μουσεία, που προώθησε Έλληνες καλλιτέχνες στο εξωτερικό, μετά το θάνατό του έχει όχι μόνο ξεχαστεί, αλλά είναι μάλιστα σα να μην υπήρξε ποτέ. “Αλέξανδρος Ιόλας – η ζωή μου” από το Νίκο Σταθούλη, εκδόσεις Οδός Πανός – ΥΓ. Και αν αυτά σου τράβηξαν το ενδιαφέρον, εκτός από το βιβλίο, σου συστήνω και το ντοκιμαντέρ για τον Αλέξανδρο Ιόλα από την εκπομπή “Η Μηχανή του Χρόνου” που μπορείς να δεις εδώ