5/07/2012

Ο «ακόλαστος» που τα έβαλε με το κατεστημένο του ’80 Η μυθιστορηματική ζωή του Αλέξανδρου Ιόλα μέσα από τα μάτια του εντεταλμένου βιογράφου του. Η άνοδος και η πτώση ενός μαικήνα της τέχνης

Κατερίνα Λυμπεροπούλου Ο «ακόλαστος» που τα έβαλε με το κατεστημένο του ’80 Η μυθιστορηματική ζωή του Αλέξανδρου Ιόλα μέσα από τα μάτια του εντεταλμένου βιογράφου του. Η άνοδος και η πτώση ενός μαικήνα της τέχνης ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 06/05/2012, 05:45 Ο «ακόλαστος» που τα έβαλε με το κατεστημένο του ’80 Ο Αλέξανδρος Ιόλας (δεξιά) με τη Μελίνα Μερκούρη και τον Σταύρο Ξαρχάκο, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, τότε που οι βραδιές στην έπαυλη της Αγίας Παρασκευής άρχιζαν να αποκτούν μυθικές διαστάσεις «Ο,τι κι αν γίνει, να θυμάσαι ότι κρατάς στα χέρια σου ένα υλικό. Μη βιαστείς να το εκδώσεις. Βγάλε το 25 χρόνια μετά. Καλύτερα να μην εκδοθεί παρά να το αδικήσεις. Εχεις τον χρόνο μπροστά σου. Εγώ δεν έχω χρόνο». Ηταν 1987 όταν ο Αλέξανδρος Ιόλας, καταβεβλημένος από το AIDS, βρισκόταν κοντά στο τέλος της ζωής του. Ενα τέλος οικτρό, με την Ελλάδα του «αυριανισμού» να επιτίθεται σε μια προκλητική αλλά σε κάθε περίπτωση χαρισματική προσωπικότητα την οποία αδυνατούσε να κατανοήσει. Η προσωπικότητα αυτή, ωστόσο, είχε τη διορατικότητα να αντιληφθεί ότι ένα τέταρτο του αιώνα μετά, τα πράγματα θα ήταν αλλιώς. Και την ώρα που σχεδόν όλοι τού είχαν γυρίσει την πλάτη - καθώς κατηγορούνταν για παιδεραστία, αρχαιοκαπηλία και χρήση ναρκωτικών -, ο ίδιος τοποθέτησε την πιθανή «αποκατάστασή» του σε μια άλλη εποχή, ίσως πιο ώριμη, πιο ανεκτική. Ο βιογράφος του Νίκος Σταθούλης, δημοσιογράφος και σύμβουλος τέχνης, κράτησε την υπόσχεσή του: ακριβώς 25 χρόνια μετά τον θάνατο του μαικήνα της τέχνης, που έζησε τη ζωή ως το μεδούλι, ερωτεύθηκε, εξευτελίστηκε και βίωσε μια πτώση τόσο ιλιγγιώδη όσο και η άνοδός του, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οδός Πανός η βιογραφία του. Ο συνεργάτης του Ιόλα περιγράφει το συναρπαστικό ταξίδι της ζωής του επιχειρώντας να τοποθετήσει τον «μύθο» στο σωστό, κατά τη γνώμη του, κάδρο. Ακόμη και αν ο θαυμασμός του για τον βιογραφούμενο είναι υπερβολικός, γεγονός παραμένει ότι το βιβλίο διαβάζεται μονορούφι, καθώς η ζωή του κοσμοπολίτη Ιόλα, ο οποίος στην ουσία έγινε γέφυρα του σουρεαλισμού στις ΗΠΑ αποκομίζοντας τεράστια κέρδη, υπήρξε άκρως μυθιστορηματική. «Η ζωή, παιδί μου, είναι σαν το θέατρο. Ολους μάς θέλει. Αλλοι είμαστε γεννημένοι πρωταγωνιστές, άλλοι είναι γεννημένοι για να είναι κομπάρσοι» είχε πει ο ίδιος στον Σταθούλη. Και ο Αλεξανδρινός με τις βαριές γούνες είχε γεννηθεί ηγέτης. Αλεξάνδρεια, Νέα Υόρκη, Αγία Παρασκευή Ενα βράδυ, σκαστός από το σπίτι, ο νεαρός γιος οικογένειας εμπόρων βαμβακιού της Αλεξάνδρειας είδε τη Μαρίκα Κοτοπούλη στη σκηνή: «Είδα το φως. Κατάλαβα ότι ήμουν γεννημένος για την τέχνη». Ετσι, με δέκα χρυσές λίρες και τρεις συστατικές επιστολές του Κωνσταντίνου Καβάφη (για τον Παλαμά, τον Σικελιανό και τον Μητρόπουλο), ο Κωνσταντίνος Κουτσούδης - όπως ήταν το πραγματικό του όνομα - αφήνει το 1926, στα δεκαοχτώ του, την Αλεξάνδρεια για την Αθήνα και στη συνέχεια το Βερολίνο και γίνεται πρώτος χορευτής σε καλλιτεχνικά σχήματα της Ευρώπης. Στο Παρίσι θα συνδεθεί με τον Πολ Βαλερί αλλά και τον Αντρέ Μπρετόν, τον σουρεαλιστή «με τα τρελά, ωραία μαλλιά». Ο μοντερνισμός ακολουθεί: ο ελληνοτραφής Τζόρτζιο ντε Κίρικο τον μυεί στον κόσμο της τέχνης και σιγά-σιγά ο Ιόλας σχετίζεται με τους κορυφαίους: Κοκτό, Πικάσο, Μπρακ, Ερνστ... Το 1943 αρραβωνιάζεται την εγγονή του προέδρου των ΗΠΑ Θεοδώρα Ρούζβελτ και εκείνη αποφασίζει να του αλλάξει το όνομα σε Αλέξανδρο (από τον Μεγαλέξανδρο) Ιόλα (από τον Ιόλαο στους μύθους του Ηρακλή). Η σχέση τους λήγει άδοξα εξαιτίας αντιδράσεων από την οικογένειά της, αλλά ο δρόμος για να ανακαλύψει ο Ιόλας την Αμερική (και η Αμερική τον Ιόλα) έχει ανοίξει. Το 1953 γίνεται ιδιοκτήτης της «Ιόλας Γκάλερι» στη Νέα Υόρκη, απ' όπου θα παρελάσουν οι σημαντικότεροι ευρωπαίοι καλλιτέχνες. Η πορεία του είναι θριαμβευτική. «Το να βρίσκεσαι στη Νέα Υόρκη και να μην επισκεφθείς την γκαλερί του Ιόλα είναι σαν να βρίσκεσαι στην Ελλάδα και να μην επισκεφθείς τον Παρθενώνα» λέει η Μαργκότ Φοντέιν στην Τζάκι Κένεντι το 1968. Εν τω μεταξύ ο Ιόλας ανοίγει τη μία γκαλερί μετά την άλλη στις μητροπόλεις του κόσμου και συγχρωτίζεται με το διεθνές τζετ σετ. Ωστόσο αποφασίζει να επιστρέψει στην Ελλάδα. Γιατί; «Γιατί οι Ελληνες είναι οι καλύτεροι εραστές του κόσμου» θα πει απροκάλυπτα στον βιογράφο του. Ο Ιόλας, ένας άνθρωπος που έζησε μέσα στην πρόκληση και την πολυτέλεια, έχτισε ένα σπίτι στην Αγία Παρασκευή για να χωρέσει τη συλλογή έργων τέχνης που είχε δημιουργήσει - και όμοιά της δεν υπήρχε σε όλη την Ελλάδα. «Εχουμε να υπενθυμίσουμε το εξής: μία μόνο αίθουσα του παλατιού του Ιόλα έχει περισσότερα αριστουργήματα απ' όσα η Πινακοθήκη Αθηνών» γράφει η «Liberation». Οι εκκεντρικές εμφανίσεις και οι διαρκείς προκλήσεις, η παραδοχή της ομοφυλοφιλίας του και η όλη συμπεριφορά του Ιόλα, ο οποίος διοργανώνει στο σπίτι του τις πιο περιζήτητες βραδιές της αθηναϊκής κοινωνίας, γύρω από αρχαία μάρμαρα και βενετσιάνικους καθρέφτες, τροφοδοτούν το προφίλ της ακολασίας. Η συνέντευξή του στην Ολγα Μπακομάρου για το περιοδικό «Γυναίκα», όπου αποδομεί με απαξιωτικούς όρους ολόκληρο το πολιτικό-καλλιτεχνικό κατεστημένο της εποχής, θα είναι η αρχή του τέλους. Η Ελλάδα του '80 δεν μπορεί ούτε να τον ερμηνεύσει ούτε βεβαίως να τον συγχωρέσει μετά και τις βαριές εναντίον του κατηγορίες από την τραβεστί «Μαρία Κάλλας» (Αντώνης Νικολάου). «Τον Παράδεισο τον διακοσμείς όπως θέλεις» Ο Νίκος Σταθούλης αποδίδει ευθέως ευθύνες στην αδελφή του Ιόλα, Νίκη Στάιφελ, για την απομόνωσή του στα τελευταία στάδια της αρρώστιας του και την απομάκρυνση της συλλογής του από την Ελλάδα - με τη βοήθεια του ελληνικού κράτους, το οποίο αδιαφόρησε για μια δωρεά εκ μέρους του Ιόλα. Σήμερα στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης παραμένει μόνο ένα μέρος της συλλογής του - και αυτό έπειτα από παρέμβαση ορισμένων ανθρώπων της τέχνης που αντιτάχθηκαν στο κλίμα της εποχής. «Πώς φαντάζεστε τον Παράδεισο;» τον είχε ρωτήσει ο Νίκος Σταθούλης. «Τον Παράδεισο τον διακοσμείς όπως θέλεις, έχει πολύ ψηλά ταβάνια και ακριβό νοίκι» είχε απαντήσει εκείνος. «Θα περιμένω να δω τι πουλάνε εκεί. Είναι μεγάλη αγορά»